δοξόομαι
German (Pape)
[Seite 657] pass., im Rufe stehen, mit folgdm inf., Her. 7, 135. 8, 124. 9, 47.
Spanish (DGE)
1 tener fama de δεδόξωσθε ... ἄνδρες εἶναι ἀγαθοί Hdt.7.135, ἐδοξώθη εἶναι ἀνὴρ ... σοφώτατος Hdt.8.124, cf. 9.48.
2 imaginarse δοξοῦσθαι· κατοπτρίζεσθαι. φαντάζεσθαι Hsch.
Greek Monotonic
δοξόομαι: παρακ. δεδόξωμαι — Παθ., φημίζομαι, θεωρούμαι ότι είμαι τέτοιος, με απαρ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δοξόομαι: считаться, слыть (ἐδοξώθη - v. l. ἐδοξώσθη - εἶναι ἀνὴρ σοφώτατος Her.).