τέτοιος
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
(επιθ. αντων.)
1. αυτού του είδους, τοιούτος («τέτοιος πού 'σαι καλά να πάθεις»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο τέτοιος
ο κίναιδος
3. φρ. «τέτοια ώρα, τέτοια λόγια» λέγεται για εκείνους που μιλούν σε ακατάλληλο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοίτοιος + ἔτοιος με συμφυρμό. Οι δύο αυτοί τ. ανάγονται στην αντων. τοῖος «τέτοιος», της οποίας η χρήση υποστηρίζεται ότι υποχώρησε μεν ήδη στα 450 π.Χ., αλλά αναβίωσε στους μτγν. συγγραφείς για να συμπληρώσει το σχήμα οἷος: ποῖος αναλογικά προς τα συσχετικά ὅσος: πόσος: τόσος και ὅτε: πότε: τότε. Είναι γεγονός ότι η αντων. τοῖος συνεκφέρεται συχνά με την αντων. οὗτος, από την οποία δέχθηκε επιδράσεις, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τών δύο αυτών τύπων: ο τ. ἔτοιος < ἐτοῖος με συνίζηση (πρβλ. ὁποῖος: όποιος) προήλθε από τον τ. τοῖος με αρκτικό ε- κατά τα ε-τούτος, ε-κείνος, ενώ ο τ. τοίτοιος με αναδίπλωση της α' συλλαβής του τοῖος αναλογικά προς τους τρισύλλαβους τ. της αντων. οὗτος (πρβλ. τουτουνού)].