δυσαπότρεπτος

Revision as of 19:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A hard to dissuade, refractory, X.Mem.4.1.4, Aristaenet.1.28.

German (Pape)

[Seite 676] schwer abzuwenden, Xen. Mem. 4, 1, 4 u. Sp., wie Plut. vit. pud. 15.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπότρεπτος: -ον, δυσκόλως ἀποτρεπόμενος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à détourner, à dissuader.
Étymologie: δυσ-, ἀποτρέπω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de disuadir, contumazde los que no reciben educación, X.Mem.4.1.4, ἐραστής Aristaenet.1.28.22
neutr. subst. τὸ δ. contumacia μυίας Tz.H.2.654.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσαπότρεπτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αποτρέπεται ή αποφεύγεται.

Greek Monotonic

δυσαπότρεπτος: -ον (ἀποτρέπω), αυτός που δύσκολα αποτρέπεται, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπότρεπτος: которого трудно отклонить или отговорить (δυσκάθεκτος καὶ δ. Xen.; δυσπαραίτητος καὶ δ. Plut. - v. l. δυσαπότριπτος).