δυσαπότρεπτος
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
δυσαπότρεπτον, hard to dissuade, refractory, X.Mem.4.1.4, Aristaenet.1.28.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de disuadir, contumaz de los que no reciben educación, X.Mem.4.1.4, ἐραστής Aristaenet.1.28.22
•neutr. subst. τὸ δυσαπότρεπτον = contumacia μυίας Tz.H.2.654.
German (Pape)
[Seite 676] schwer abzuwenden, Xen. Mem. 4, 1, 4 u. Sp., wie Plut. vit. pud. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à détourner, à dissuader.
Étymologie: δυσ-, ἀποτρέπω.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπότρεπτος: которого трудно отклонить или отговорить (δυσκάθεκτος καὶ δ. Xen.; δυσπαραίτητος καὶ δ. Plut. - v.l. δυσαπότριπτος).
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπότρεπτος: -ον, δυσκόλως ἀποτρεπόμενος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσαπότρεπτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αποτρέπεται ή αποφεύγεται.
Greek Monotonic
δυσαπότρεπτος: -ον (ἀποτρέπω), αυτός που δύσκολα αποτρέπεται, σε Ξεν.
Middle Liddell
δυσ-απότρεπτος, ον ἀποτρέπω
hard to dissuade, Xen.