δύσογκος

Revision as of 19:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A overheavy, burdensome, πλοῦτος Plu.Aem.12.

German (Pape)

[Seite 685] lästig, πλοῦτος Plut. Aemil. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δύσογκος: -ον, παραπολὺ βαρύς, ὀχληρός, πλοῦτος Πλούτ. Αἰμιλ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très lourd.
Étymologie: δυσ-, ὄγκος.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de transportar, demasiado pesado πλοῦτος Plu.Aem.12.

Greek Monolingual

δύσογκος, -ον (Α)
πάρα πολύ βαρύς.

Greek Monotonic

δύσογκος: -ον, υπερβολικός σε όγκο, φορτικός, ασήκωτος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δύσογκος: непомерно тяжелый, обременительный (πλοῦτος Plut.).