ὄγκος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄγκος Medium diacritics: ὄγκος Low diacritics: όγκος Capitals: ΟΓΚΟΣ
Transliteration A: ónkos Transliteration B: onkos Transliteration C: ogkos Beta Code: o)/gkos

English (LSJ)

(A), ὁ,
A barb of an arrow, in plural, the barbed points, νεῦρόν τε καὶ ὄγκους Il.4.151, cf. 214; ὄγκοι τοῦ βέλους Philostr.Im.2.23: sg., Onos.19.3.
2 οἱ τῆς νεὼς ὄγκοι brackets, Moschio ap.Ath.5.208b.

(B), ὁ,
A bulk, size, mass of a body, μελέων ἀριδείκετον ὄ. Emp. 20.1; ἀέρος ὄγκος Id.100.13; σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ Parm.8.43: freq. in Pl., μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Tht.155a; τὸν.. ὄγκον τοῦ ἀριθμοῦ their total number, Lg.737c; τὸν τῶν σαρκῶν ὄγκον ib.959c; σμικρᾶς πόλεως ὄγκος a city of small size, Plt.259b; ἔχθρας ὄγκον μέγαν Lg.843b; θαυμαστὸν ὄγκον ἀράμενοι τοῦ μύθου taking on my shoulders a monstrous great story, Plt.277b, etc.: freq. also in Arist., the space filled by a body, opp. τὸ κενόν, Ph.203b28, al.; ἴσος τὸν ὄγκον = in bulk, GC 326b20; ὄγκῳ μικρόν EN1178a1, etc.
b flatulent distentions, Diocl.Fr.43 (pl.).
2 bulk, mass, body, ὄγκος φρυγάνων a heap of faggots, Hdt. 4.62; ὄγκος μαλθακός = mass or roll of something soft, Hp.Art.26; σμικρὸς ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει, of a dead man's ashes, S.El.1142; γαστρὸς ὄγκος, of a child in the womb, E.Ion15; ὄγκος πλήρης φλεβίων Arist.HA 515b1: pl., ὄγκοι = bodies, material substances, Id.Metaph.1085a12, 1089b14; also ὁ ὄγκος τῆς φωνῆς the volume of the note, Id.Aud.804a15.
3 a bushy topknot, Poll.4.133.
4 the human body, τῆς χολῆς ἀναχεομένης εἰς τὸν ὄγκον Ruf.Anat.30, cf. Sor.1.26, Plu.2.653f, Gal.1.272.
II metaph., bulk, weight, trouble, βραχεῖ σὺν ὄ. S.OC 1341.
2 weight, dignity, pride, and in bad sense, self-importance, pretension, ὄ. ὀνόματος μητρῷος pride in the name of mother, Id.Tr. 817; ὄγκον αἴρειν exalt one's dignity, Id.Aj.129; βραχὺν.. μῦθον οὐκ ὄγκου πλέων of pretension, Id.OC1162; μείζον' ὄγκος δορὸς ἤ φρενῶν E. Tr.1158; ἔχει τιν' ὄγκον Ἄργος Ἑλλήνων πάρα Id.Ph.717; ἐς ὄγκον βλέπειν τύχης Id.Fr.81; τοῖς ζῶσι δ' ὄγκος Id.Rh.760; ὁ τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκος Isoc.1.30; τῷ.. γένους ὄγκῳ Pl.Alc.1.121b; πραγμάτων ὄγκος Epicur. Fr.548; τῆς ἀρχῆς τὸ μέγεθος καὶ ὁ ὄγκος Plu.Fab.4; ὄγκον περιθεῖναί τινι Id.Per.4, etc.
3 of style, loftiness, majesty, ὄγκος τῆς λέξεως Arist. Rh.1407b26; ὁ τοῦ ποιήματος ὄγκος Id.Po.1459b28, cf. Demetr.Eloc.36, al.: in bad sense, bombast, ὁ Αἰσχύλου ὄγκος Plu.2.79b.
III in Philos., particle, mass, body, Epicur.Ep.1p.16U., Nat.12G., Asclep. Bith. ap. S.E.M.9.363; so in the physiology of the Methodics, ὄγκοι καὶ πόροι, = molecules and pores, Id. ap. Gal.1.499.

(C), ον, as adjective;
A v. ὀγκηρός fin.

German (Pape)

[Seite 290] η, ον, groß an Umfang, aufgeschwellt, nur compar. u. superl., ὀγκοτέρα σάρξ, Arist. probl. 38, 3, ὀγκοτάτη τάσις, Gegensatz von ἰσχνός, Strat. 29 (XII, 187). ὁ, 1) = ἀγκών (uncus), Bug, Krümmung; bes. die Widerhaken an der Pfeilspitze, ἴδεν ὄγκους ἐκτὸς ἐόντας, παλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι, Il. 4, 151. 214; Poll. 1, 137. – Später auch der Winkel, die Ecke, worauf Arist. top. 1, 15 geht, wo er sagt, ἐν ὄγκῳ sei τῷ ὀξεῖ ἐναντίον τὸ ἀμβλύ, obwohl er nachher dabei τὸ βαρύ u. τὸ κοῦφον einander entgegensetzt; Moschion bei Ath. V, 208 b. – 2) (nach Buttm. Lexil. I, 288 ff. mit εικω, ἐνεγκεῖν zusammenhangend) die Masse, das Gewicht eines Körpers u. der Umfang desselben, σμικρὸς προσήκεις ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει, von der Asche in der Urne, Soph. El. 1131; daher auch βραχύν τιν' αἰτεῖ μὖθον οὐκ ὄγκου πλέων, einfach, kurz, O. C. 1164; – γαστρὸς διήνεγκ' ὄγκον, Eur. Ion 15; ὄγκος φρυγάνων, der Haufen, Her. 4, 62; σμικρᾶς πόλεως ὄγκος, Umfang einer kleinen Stadt, Plat. Polit. 259 b; πλήθους, Legg. V, 737 c; ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους, Rep. II, 373 b; μήτε ὄγκῳ, μήτε ἀριθμῷ, Theaet. 155 a; εἰ καὶ τῷ ὄγκῳ μικρόν ἐστι, δυνάμει καὶ τιμιότητι πολὑ μᾶλλον ὑπερέχει πάντων, Arist. Eth. 10, 7; die Masse, aus der man Etwas macht, Luc. Halc. 4; Last, Xen. Cyr. 6, 2, 32. – Übertr., ὄγκον γὰρ ἄλλως ὀνόματος τί δεῖ τρέφειν μητρῷον, Soph. Trach. 814, der würdevolle Muttername; Gewicht, Ansehen, ἔχει τιν' ὄγκον Ἄργος Ἐλλήνων πάρα, Eur. Phoen. 724; – gew. im schlimmen Sinne: Aufgeblasenheit, Stolz, μηδ' ὄγκον ἄρῃς μηδένα, Soph. Ai. 129; μείζον' ὄγκον δορὸς ἔχοντες ἢ φρενῶν, Eur. Troad. 1158; ὄγκος τῶν ὑπεροπτικῶν, Isocr. 1, 30; oft bei Plut., der Erkl. des Hesych. ὑπερηφανία, φύσημα entsprechend. – Auch vom Styl, Schwulst, Überladung, Rhett.; selten im guten Sinne, Erhabenheit, Arist. rhet. 3, 6. – Bei späteren Philosophen bedeutet es einen Urkörper, ein Atom, S. Emp. adv. phys. 1, 363. – Bei Poll. 4, 133 eine Art Kopfaufsatz.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
1 croc, crochet d'une flèche;
2 partie recourbée sur les côtés d'un navire (les courbâtons des harpes);
3 angle, coin.
Étymologie: R. Ἀγκ, courber.
2ου (ὁ) :
grosseur d'un corps ; d'où
1 au propre volume, masse ; particul. molécule, atome ; fig. en parl. du poids (des affaires, d'une inimitié, du style, etc.);
2 fig. ampleur, majesté ; en mauv. part faste, orgueil ; en parl. du style enflure, emphase.
Étymologie: R. Ἀγκ, courber.

Russian (Dvoretsky)

ὄγκος:
Iἀγκών
1 загнутый назад зубец стрелы, кривой наконечник, крюк стрелы: νεῦρόν τε καὶ ὄγκοι Hom. завязка (укреплявшая наконечник на древке) и крючья;
2 предполож. угол (геометрический) Arst.
IIἤνεγκον
1 груда, куча, масса (φρυγάνων Her.; τῶν σαρκῶν Plat.): μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Plat. ни в массе, ни в количестве;
2 сумма, общее количество, итог (τοῦ ἀριθμοῦ Plat.): ὄ. πλήθους Plat. общая численность;
3 величина, размеры (πόλεως Plat.): ἔχθρας μέγας ὄ. Plat. сильная вражда;
4 тело, кусок, ком: ὄ. γαστρός Eur. утробный плод;
5 протяжение, объем (τῆς φωνῆς Arst.): ἐκ βαθέος καὶ ταπεινοῦ οἱ ὄγκοι Arst. из глубины и низкости, т. е. высоты (образуются) объемы;
6 ноша, бремя, тяжесть или багаж Xen. etc.: μῦθος οὐκ ὄγκου πλέων Soph. необременительная беседа;
7 филос. атом Sext.;
8 величие, достоинство значение, тж. авторитет (ἔχει τιν᾽ ὄγκον Ἄργος Ἑλλήνων πάρα Eur.): ὄ. μητρῷος ὀνόματος Soph. полное достоинства звание матери;
9 гордость (ὄγκον δορὸς ἔχειν Eur.);
10 выспренность, высокий стиль (τῆς λέξεως, τοῦ ποιήματος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄγκος: (Α), ὁ, τὸ μέρος αἰχμῆς βέλους, ἐν τῷ πληθ., τὰ ἑκατέρωθεν ἀγκιστρωτὰ πλάγια ἄκρα, καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ πώγωνες τῶν ἀκίδων»· νεῦρόν τε καὶ ὄγκους, «νεῦρον μὲν ἐν ᾧ δέδεται τὸ σίδηρον τοῦ βέλους πρὸς τὸν κάλαμον. ὄγκους δὲ τὰς ἀκίδας καὶ ἐξοχὰς τοῦ βέλους» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 151, πρβλ. 214· ὄγκοι τοῦ βέλους Φιλόστρ. 848. 2) πᾶσα γωνία, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 2. 3) οἱ τῆς νεὼς ὄγκοι, Ἀθήν. 208B, φαίνεται ὅτι ἦσαν ὑποστάται ἑκατέρωθεν ἐν ταῖς πλευραῖς πλοίου. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. ἄγκος).

English (Autenrieth)

barb of an arrow, pl. (Il.)

English (Strong)

probably from the same as ἀγκάλη; a mass (as bending or bulging by its load), i.e. burden (hindrance): weight.

English (Thayer)

ὀγδου, ὁ (apparently from ἘΓΚΩ, ἐνεγκεῖν, equivalent to φόρτος, see Buttmann, Lexil. i. 288ff (Fishlake's translation, p. 151 f), whatever is prominent, protuberance, bulk, mass, hence), a burden, weight, encumbrance: SYNONYMS: ὄγκος, βάρος, φορτίον: βάρος refers to weight, o. to bulk, and either may be oppressive (contra Tittmann); βάρος a load in so far as it is heavy, φορτίον a burden in so far as it is borne; hence, the φορτίον may be either 'heavy' (Matthew 11:30).]

Greek Monotonic

ὄγκος: (Α), ὁ, μέρος αιχμής βέλους, στον πληθ., αγκιστρωτά πλάγια άκρα, σε Ομήρ. Ιλ. (από την ίδια ρίζα με το Λατ. uncus).
ὄγκος: (Β), ὁ,
I. 1. όγκος (ό,τι και στην Ν.Ε.), μέγεθος, μάζα, Λατ. moles, σε Πλάτ., κ.λπ.
2. όγκος, άθροισμα, σωρός, ὄγκος φρυγάνων, σωρός από δεμάτια, σε Ηρόδ.· σμικρὸς ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει, λέγεται για τις στάχτες του νεκρού, σε Σοφ.· ὄγκος γαστρός, λέγεται για το έμβρυο μέσα στη μήτρα, σε Ευρ.
II. 1. μεταφ., βάρος, μπελάς, κόπος, σε Σοφ.
2. ειδικό βάρος, σπουδαιότητα, αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια, και με αρνητική σημασία, αυταρέσκεια, αλαζονεία, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. (από √ΕΓΚ, ἐν-εγκ-εῖν, φέρω, ανέχομαι).

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: m.
Meaning: barbs of an arrow, chock (Il., Philostr. Im., Moschio ap. Ath. 5, 208 b);
Other forms: beside it ὄγκη γωνία H.
Origin: IE [Indo-European] [45] *h₂enk- bend
Etymology: Identical with Lat. uncus m. hook (second. adj. curved); from Lat. uncinus m. barbed hook (Vitr.; cf. Leumann Lat. Gr. 225) comes Gr. ὄγκινος id. (Poll. 1, 137 v. L, sch.). Further cognates s. ἀγκ- (ἀγκ-άλη, -ών etc.). Useless root-analyses by Specht Ursprung 189 and 253 n. 1.
2.
Grammatical information: m.
Meaning: mass, burden, weight; distinction, pride, pomposity, also as notion of style (IA.); but see at the end.
Compounds: Often as 2. member, e.g. ὑπέρ-ογκος excessively large, exaggerated, haughty (Pl., X.), rarely as 1. member, e.g. ὀγκό-φωνος with a hollow and pompous tone (of a trumpet; sch.).
Derivatives: 1. Adj. ὀγκ-ηρός bulky, extensive, mostly metaph. pompous (Hp., X., Arist.); -ώδης bulky, bombastic (Pl., X., Arist.); ὀγκύλον σεμνόν, γαῦρον H. with (δι-)ὀγκύλλομαι, -υλόομαι to be swollen, to be puffed up (Hp., Ar.); comp. ὀγκότερος bulky (Arist.), sup. -τατος (AP); on the formation Schwyzer 536. 2. Verb ὀγκόο-μαι, -όω, also w. prefix, e.g. δια-, ἐξ- to become a mass, resp. to bring something off, to tower (above), to puff oneself up (ion. att.) with (δι-, ἐξ-)ὄγκωσις bulge, swelling (Arist., medic.), (ἐξ-)ὄγκωμα bulge, swelling, towering (above), heap (Hp., E.). -- From H.: ὀγκίαι θημῶνες, χώματα; ὄγκη μέγεθος (cf. to 1. ὄγκος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prop. "what is carried, load, burden" as verbal noun with ο-ablaut of the root seen in the reduplicated aorist ἐνεγκεῖν; s. v. (supposed to be *h₁enk-). - Jouanna (CRAI 1985, 31-60) holds that the meaning burden is not attested and that there is only one word gonflement from curvature (*h₂onk-).

Greek Monolingual

(I)
o (ΑΜ ὄγκος)
1.ο χώρος που καταλαμβάνει ένα στερεό, υγρὁ, ἡ αέριο σώμα, σε αντιδιαστολή προς το κενό(ν)
2.το ίδιο το σώμα που κατέχει έναν συγκεκριμένο χώρο, η μάζα, η ύλη
3.οι διαστάσεις ενός στερεού, υγρού ή αέριου σώματος που καταλαμβάνει έναν χώρο
4.σωρός, άθροισμα ομοειδών αντικειμένων που σχηματίζουν ένα εξόγκωμα («ἀνενείκαντες ἄνω ἐπὶ τὸν ὄγκον τῶν φρυγάνων», Ηρόδ.)
5.μεγάλο μέγεθος, μεγάλη ποσότητα, μεγάλο πλήθος («η διαδήλωση ήταν πρωτοφανής σε όγκο»)
6.μτφ. το μέγεθος, η ποσότητα, η ένταση τού ήχου τής φωνής («ὁ ὄγκος τῆς φωνῆς» — το ποσόν, η ένταση τής φωνής, Αριστοτ.)
7.μτφ. σπουδαιότητα, σημαντικότητα, κύρος, βαρύτητα («ο όγκος τής επιστημονικής προσφοράς του»)
νεοελλ.
1.ιατρ. α) κάθε εντοπισμένη διόγκωση ιστού άσχετα από την προέλευση, τη θέση ή τη σύνθεσή της
β)μη φυσιολογική ανάπτυξη, άγνωστης αιτίας, νέου ιστού που προέρχεται από προϋπάρχοντα κύτταρα τού οργανισμού, δεν εξυπηρετεί συγκεκριμένη λειτουργία και χαρακτηρίζεται από τάση για αυτόνομη και απεριόριστη αύξηση, αλλ. νεόπλασμα
2.γεωλ. μάζα πετρωμάτων, ορυκτών ή μεταλλευμάτων η οποία έχει τις τρεις διαστάσεις περίπου ίσες μεταξύ τους
3.βοτ. ανώμαλο εντοπισμένο εξόγκωμα ξυλώδους ή σαρκώδους υφής, σφαιρικό ή άμορφο, με λεία ή μη επιφάνεια, το οποίο παράγεται από το φυτό ως απόκριση σε προσβολή από ένα παράσιτο, αλλ. κηκίδα
4.μαθ. βασικό μέγεθος τών στερεών σωμάτων
5.φρ. α) «ατομικός όγκος»
φυσ. ο λόγος τού ατομικού βάρους ενός στοιχείου προς την πυκνότητα του
β)«γνήσιος όγκος»
ιατρ. όγκος που αποτελείται από μάζες ιστού οι οποίες αναπτύχθηκαν από προϋπάρχοντα κύτταρα τού οργανισμού
γ)«γραμμομοριακός όγκος»
φυσ. ο όγκος που καταλαμβάνει το γραμμομόριο κάθε στοιχείου σε θερμοκρασία 0°C και πίεση 760 mm υδραργύρου
δ)«ειδικός όγκος»
φυσ. ο όγκος μιας ουσίας ή οντότητας ανά μονάδα μάζας, ο οποίος λαμβάνεται με διαίρεση τού όγκου διά τής μάζας και εκφράζεται με μονάδες μήκους υψωμένες στην τρίτη δύναμη δια τής μονάδας τής μάζας και ο οποίος είναι το αντίστροφο τής πυκνότητας
ε)«κακοήθης όγκος» ιατρ. όγκος που αποτελείται από μη φυσιολογικά ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη δομή τους κύτταρα, χαρακτηρίζεται από ταχεία, διηθητική και καταστρεπτική ανάπτυξη, από μεταστάσεις και διασπορά του σε ολόκληρο το σώμα και οδηγεί, τελικά, στον θάνατο τού πάσχοντος αν δεν υπάρξει έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή, αλλ. κακόηθες νεόπλασμα ή καρκίνος
στ) «καλοήθης όγκος»
ιατρ. όγκος ο οποίος αποτελείται από σχετικώς ώριμα αλλά κανονικώς αναπτυσσόμενα κύτταρα, που είναι όμοια ή σχεδόν όμοια με τα φυσιολογικά, δεν εισβάλλουν στους γύρω ιστούς, δεν παρουσιάζουν μετάσταση —αντίθετα, παραμένουν πάντοτε σε επαφή το ένα με το άλλο σε μία συμπαγή μάζα, πράγμα που επιτρέπει την πλήρη χειρουργική εξαίρεση της— και δεν οδηγούν σε θάνατο τού οργανισμού
ζ)«κρίσιμος όγκος»
φυσ. ο όγκος που κατέχει μια μονάδα τής μάζας, δηλ. ένα γραμμομόριο μιας ουσίας όταν βρίσκεται υπό την κρίσιμη θερμοκρασία και πίεση
η)«μοριακός όγκος»
φυσ. ο όγκος που κατέχει ένα γραμμομόριο στερεού, υγρού ή αερίου, ο οποίος προκύπτει με τη διαίρεση τού μοριακού βάρους διά τής πυκνότητας
θ)«όγκος φωνής»
(ηλεκτρ.) αδόκιμος όρος για την ένταση τού ήχου που παράγεται από μία ηλεκτρακουστική συσκευή
μσν.-αρχ.
μέγεθος ασυνήθιστο, παρά φύση μέγεθος («ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους», Πλάτ.
αρχ.
1.το σχήμα που έχει ή λαμβάνει ένα σώμα στον χώρο
2.(για πόλεις) έκταση («σμικρὰς πόλεως ὄγκος», Πλάτ.)
3.οίδημα, εξόγκωμα, πρήξιμο
4.ιδιαίτερος τρόπος κτενίσματος, κατά τον οποίο τα μαλλιά πλέκονται στην κορυφή τής κεφαλής σαν κότσος ή σαν θύσανος
5.στον πληθ. ὄγκοι
α)σώματα, υλικές ουσίες
β)πομπώδεις, αερώδεις διαστολές, κενές διογκώσεις
6.το ανθρώπινο σώμα («τῆς χολῆς ἀναχεομένης εἰς τὸν ὄγκον», Ρούφ.)
7.μτφ. α) ένταση, μέγεθος, έκταση, ποσότητα (α. «ἔχθρας ὄγκον μέγαν ἐντίκτουσαι», Πλάτ.
β.«θαυμαστὸν ὄγκον ἀράμενοι τοῦ μύθου» — αφού διογκώσαμε, αφού φουσκώσαμε τον μύθο σε θαυμαστό μέγεθος, σε υπερβολική έκταση, Πλάτ.
γ.«τοσοῦτον ὄγκον φροντίδων», Συνέσ.
δ.«ὄγκος δόξης» — το μέγεθος τής δόξας, η μεγάλη δόξα, Αθήν.)
β)η υπερηφάνεια ή η αλαζονεία, η έπαρση που προέρχεται από κάτι (α. «ὄγκος ὀνόματος μητρῷος» — η υπερηφάνεια για το μεγάλο όνομα τής μητέρας, Σοφ.
β.«ὁ τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκος» — η αλαζονεία, η έπαρση τών υπεροπτικών, Πλάτ.)
γ)(για το λεκτικό ή το ύφος) η μεγαλοπρέπεια, το ύψος ή, σε κακή σημ., το πομπώδες ύφος, ο στόμφος (α. «ὁ τοῦ ποιήματος ὄγκος», Αριστοτ.
β.«ὄγκος τῆς λέξεως» — η μεγαλοπρέπεια, το υψηλό ύφος τού λεκτικού, Αριστοτ.
γ.«ὁ Αἰσχύλου ὄγκος» — το στομφώδες, το πομπώδες ύφος τού Αισχύλου, Πλούτ.)
δ)κόπος, βάρος, ενόχληση («βραχεῖ σύν ὄγκῳ καὶ χρόνῳ διασκεδῶ» Σοφ.)
8.(φιλοσ.) (ως όρος τής φυσικής) άτομο, μόριο, μάζα, σώμα
9.(στη φυσιολογία τών μεθοδικών) μόριο («ὄγκοι καὶ πόροι» — μόρια και πόροι, Γαλην.)
10. φρ. «γαστρὸς ὄγκος» — η διόγκωση τῆς κοιλιάς από το έμβρυο που υπάρχει στη μήτρα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄγκος μπορεί να αναχθεί είτε στη δισύλλαβη ρίζα ενεκ- (πρβλ. ἐνεγκεῖν, ἐνήνοχα, αόρ. και παρακμ. τού φέρω) με ετεροιωμένο το πρώτο φωνήεν και μηδενισμένο το δεύτερο είτε στην ετεροιωμένη βαθμίδα της μονοσύλλαβης ρίζας *enk- (βλ. λ. ενεγκείν).
ΠΑΡ. ογκώδης (Ι), ογκώ (ογκώνω)
αρχ.
ογκηρός, ογκίαι, ογκύλον
νεοελλ.
ογκίδιο (Ι).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ογκοειδής
αρχ.
ογκοπελεθίαν, ογκοποιώ, ογκόφωνος
μσν.
ογκόμασθος, ογκόμματος
νεοελλ.
ογκογράφος, ογκόλιθος, ογκολογία, ογκομετρία, ογκόμετρο, ογκόπαγος, ογκόσφαιρα. (Β' συνθετικό) υπέρογκος
αρχ.
άογκος, δύσογκος, ένογκος, έξογκος, έπογκος, εύογκος, ίσογκος, κάτογκος, περίογκος].

(II)
ὄγκος, ὁ (Α)
1.αιχμή βέλους
2.στον πληθ. οἱ ὄγκοι
καθένα από τα προεξέχοντα αγκιστρωτά πλάγια άκρα τής αιχμής βέλους
3.κάθε γωνία, κύρτωμα, αγκώνας
4.φρ. «οἱ τῆς νεὼς ὄγκοι» — στηρίγματα κάτω από καθεμιά από τις πλευρές πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *onk- (πρβλ. ἄγω: ὄγμος) τής ΙΕ ρίζας *ank- «κάμπτω, κλίνω» (πρβλ. αγκών, αγκύλος, αγκάλη, άγκυρα
βλ. λ. αγκ-) και αντιστοιχεί με λατ. uncus «άγκιστρο, αγκύλος» (< *oncus)].

Middle Liddell

1
the barb of an arrow, in plural the barbed points, Il. [From same Root as Lat. uncus.]
2
I. bulk, size, mass, Lat. moles, Plat., etc.
2. a bulk, mass, heap, ὄ. φρυγάνων a heap of fagots, Hdt.; σμικρὸς ὄ. ἐν σμικρῷ κύτει, of a dead man's ashes, Soph.; ὅ. γαστρός, of a child in the womb, Eur.
II. metaph. weight, trouble, Soph.
2. weight, importance, dignity, pride, and in bad sense self-importance, pretension, Soph., Eur., etc. [From Root !εγκ, in ἐνεγκεῖν to bear.]

Frisk Etymology German

ὄγκος: 1.
{ógkos}
Grammar: m.
Meaning: Widerhaken des Pfeils, Klampe (Il., Philostr. Im., Moschio ap. Ath. 5, 208 b);
Derivative: daneben ὄγκη· γωνία H.
Etymology : Mit lat. uncus m. Haken (sekund. Adj. gekrümmt) uridentisch; aus lat. uncinus m. Widerhaken (Vitr. u.a.; vgl. Leumann Lat. Gr. 225) stammt gr. ὄγκινος ib. (Poll. 1, 137 v. L, Sch.). Weitere Verwandte s. ἀγκ- (ἀγκάλη, -ών usw.). Wertlose Wurzelzerlegung von Specht Ursprung 189 und 253 A. 1.
Page 2,347
2.
{ógkos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Masse, Last, Gewicht; Würde, Stolz, Prahlerei’, auch als Stilbegriff (ion. att.).
Composita : Oft als Hinterglied, z.B. ὑπέρογκος übermäßig groß, übertrieben, hochmütig (Pl., X. usw.), selten als Vorderglied, z.B. ὀγκόφωνος mit wuchtigem, prahlerischem Ton (von einer Trompete; Sch.).
Derivative: Ableitungen. 1. Adj. ὀγκηρός massig, umfangreich, meist übertr. prunkvoll (Hp., X., Arist. usw.); -ώδης massig, schwülstig (Pl., X., Arist. usw.); ὀγκύλον· σεμνόν, γαῦρον H. mit (δι-)ὀγκύλλομαι, -υλόομαι aufgeschwollen, aufgeblasen werden (Hp., Ar. u.a.); Komp. ὀγκότερος massiger (Arist.), Sup. -τατος (AP); zur Bildung Schwyzer 536. 2. Verb ὀγκόομαι, -όω, auch m. Präfix, z.B. δια-, ἐξ- ‘eine Masse werden, bzw. zustandebringen, (sich) auftürmen, (sich) aufblähen’ (ion. att.) mit (δι-, ἐξ-)ὄγκωσις Anschwellung (Arist., Mediz. u.a.), (ἐξ-)ὄγκωμα Anschwellung, Auftürmung, Aufschüttung (Hp., E. u.a.). — Aus H.: ὀγκίαι· θημῶνες, χώματα; ὄγκη· μέγεθος (vgl. zu 1. ὄγκος).
Etymology : Eig. "das Getragene, Tracht, Bürde" als Verbalnomen mit ο-Abtönung zur Schwundstufe in dem reduplizierten Aorist ἐνεγκεῖν; s. d. m. weiterer Lit.
Page 2,347

Chinese

原文音譯:Ôgkoj 盎格可士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:巨大
字義溯源:重量*,容量,重擔,妨礙物,實體;或源自(ἀγκάλη)=手臂),而 (ἀγκάλη)出自(ἄγκιστρον)X=彎曲*)
同源字:1) (ὄγκος)重量 2) (ὑπέρογκος)過於誇張比較: (βάρος)=重量
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 重擔(1) 來12:1

English (Woodhouse)

balk, boastfulness, conceit, contemptuousness, dignity, haughtiness, importance, pride, weight

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

1 (=καμπύλη, ἀγκίστρι). Ἀπό ρίζα αγκ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ἄγκος, ἀγκών, ἄγκυρα, ἄγκιστρον, ἀγκύλη.
2 (=τό μέγεθος ἑνός πράγματος σέ ἔκταση καί βάρος, κόπος, δυσκολία). Πιθανόν Ἀπό ρίζα εγκ- τοῦ ἐνεγκεῖν (ἤνεγκον -φέρω).
Παράγωγα: ὀγκηρός (=πρησμένος), ὀγκόω -ῶ (=ἱδρύω, μεγαλώνω κάτι, τιμῶ, ἀνυψώνω), ὀγκώδης, ὄγκωμα (=πρήξιμο), ὄγκωσις, ὀγκωτός.

Translations

mass

Arabic: كُتْلَة‎; Armenian: զանգված; Belarusian: маса; Catalan: massa; Chinese Mandarin: 質量, 质量; Czech: hmota; Dutch: massa; Esperanto: maso; Finnish: massa; Galician: masa; German: Masse; Greek: μάζα; Ancient Greek: ὄγκος; Guaraní: mba'era'ã; Hungarian: tömeg; Icelandic: massi; Italian: massa; Japanese: 質量; Korean: 질량(質量); Latin: moles; Latvian: masa; Macedonian: маса; Malagasy: ambangony, androhina; Malayalam: പിണ്ഡം; Maori: papatipu; Norwegian Bokmål: masse; Nynorsk: masse; Polish: masa; Portuguese: massa; Romagnol: màsa; Romanian: masă; Russian: масса; Slovene: masa; Spanish: masa; Swedish: massa; Turkish: kütle, kitle, yığın; Ukrainian: маса; Vietnamese: khối lượng

volume

Arabic: حَجْم‎; Armenian: ծավալ; Asturian: volume; Azerbaijani: həcm; Belarusian: аб'ём; Bulgarian: обем; Catalan: volum; Chinese Mandarin: 容積, 容积, 體積, 体积; Czech: objem; Danish: rumfang; Dutch: volume, inhoud; Esperanto: volumeno; Estonian: ruumala; Finnish: tilavuus; French: volume; Galician: volume; Georgian: მოცულობა; German: Volumen; Greek: όγκος; Ancient Greek: ὄγκος; Haitian Creole: volim; Hebrew: נפח‎; Hungarian: térfogat; Ido: volumino; Interlingua: volumine; Italian: volume; Japanese: 体積; Khmer: មាឌ; Korean: 체적; Kurdish Northern Kurdish: qebare; Lao: ບໍລິມາດ; Latvian: tilpums; Lithuanian: tūris; Macedonian: волумен, зафатнина; Malay: isipadu; Maori: nui, rōrahi; Mongolian: багтаамж, эзлэхүүн; Persian: حجم‎; Polish: objętość; Portuguese: volume; Romanian: volum; Russian: объём; Serbo-Croatian Cyrillic: обујам, запремина; Roman: obújam, zapremina; Slovak: objem; Slovene: prostornina, volumen; Spanish: volumen; Swedish: volym; Tagalog: buok; Telugu: ఘనపరిమాణం; Thai: ปริมาตร; Turkish: hacim; Ukrainian: об'є́м; Vietnamese: thể tích, dung tích

bulk

Bulgarian: обем, големина, маса; Finnish: koko; tilavuus; French: grosseur; Galician: vulto; Hungarian: tömeg, terjedelem; Italian: massa, mole, volume; Norwegian Bokmål: masse; Polish: wielkość, masa, objętość; Portuguese: volume, quantidade; Romanian: masa, vrac; Russian: величина, масса, объём; Serbo-Croatian Roman: gromada; Slovak: množstvo, kopa, kopec, objem; Spanish: masa; Swedish: massa; Tagalog: bikil; Turkish: cüsse, hacim, kütle, yığın

pride

Akkadian: 𒌨; Arabic: كِبْرِيَاء‎; Armenian: գոռոզություն; Asturian: arguyu; Avar: чӏухӏи; Azerbaijani: qürur, təkəbbür, məğrurluq; Belarusian: гонар, пыха, гардыня, фанабэрыя, ганарыстасць; Bengali: নফসানিয়াত; Bulgarian: гордост; Catalan: orgull; Chinese Mandarin: 自負/自负, 自大, 妄自尊大; Czech: pýcha; Dutch: trots, fierheid, eergevoel; Esperanto: fiero; Estonian: ülbus, kõrkus; Finnish: ylpeys; French: orgueil, fierté; Galician: orgullo; Georgian: სიამაყე, ამპარტავნება; German: Hochmut; Greek: υπερηφάνεια; Ancient Greek: ἀγηνορία, ἄνθος, αὔχα, αὔχη, αὔχημα, γάνος, γαυρότης, ἔπαρσις, ζᾶλος, ζῆλος, καύχησις, μεγαλοφροσύνη, ὄγκος, ὀφρῦς, σεμνολόγημα, τὸ σεμνόν, τρύφημα, ὑπερηφανία, ὑπερφέρεια, φρόνημα, φρόνησις, φυσίωσις, χλιδή; Hebrew: גאווה \ גַּאֲוָה‎; Hindi: आरोह, ऊंचाई, ऐंठ; Hungarian: büszkeség; Icelandic: stolt; Irish: mórchúis, anumhlaíocht; Italian: superbia, orgoglio; Japanese: 自慢, 傲慢; Korean: 자만, 자부심, 교만; Latvian: lepnība, lepnums; Macedonian: гордост; Malayalam: അഭിമാനം; Middle English: pryde; Norwegian: stolthet; Occitan: orguèlh; Old English: ofermettu; Oromo: boona; Ossetian: сӕрыстыр; Persian: غرور‎; Plautdietsch: Huachmoot; Polish: pycha, zarozumiałość; Portuguese: orgulho; Romanian: îngâmfare, mândrie, trufie; Russian: гордыня, спесь, заносчивость, высокомерие, чванство, гонор; Scottish Gaelic: uaill; Slovak: pýcha; Slovene: ponòs, nadutost; Southern Sami: tjievlies-voete; Spanish: orgullo; Swedish: stolthet; Tagalog: karangalan; Telugu: దర్పము; Turkish: kibir, gurur; Tuvan: чоргаарал; Ukrainian: гординя, гонор, пиха, чванство, фудулія; Walloon: firté; Welsh: balchder; Yiddish: גאווה‎