ἑάλωκα

Revision as of 19:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Greek (Liddell-Scott)

ἑάλωκα: ἑαλώκειν, ἴδε ἁλίσκομαι ᾰ.

French (Bailly abrégé)

v. ἁλίσκομαι.

Spanish (DGE)

v. ἁλίσκομαι.

Greek Monotonic

ἑάλωκα: [ᾰ], παρακ. του ἁλίσκομαι· ἑάλων, αόρ. βʹ.

Russian (Dvoretsky)

ἑάλωκα: pf. к ἁλίσκομαι.