δύσπονος

Revision as of 19:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A toilsome, S.Ant.1276 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 687] mühselig, πόνοι Soph. Ant. 1262.

Greek (Liddell-Scott)

δύσπονος: -ον, κοπώδης. Σοφ. Ἀντ. 1276.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fatigant, pénible.
Étymologie: δυσ-, πόνος.

Spanish (DGE)

-ον
penoso, doloroso πόνοι βροτῶν δύσπονοι S.Ant.1276, cf. Eust.1548.9.

Greek Monolingual

δύσπονος, -ον (Α)
κοπιαστικός.

Greek Monotonic

δύσπονος: -ον, κουραστικός, επίπονος, κοπιαστικός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δύσπονος: тяжелый, непосильный (πόνοι Soph.).