οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement
-ή, -ό κουράζω1. αυτός που προκαλεί κούραση, κοπιαστικός («κουραστική δουλειά»)2. φορτικός, ενοχλητικός («είναι πολύ κουραστική η συζήτηση μαζί του»). επίρρ...κουραστικάμε πολλή κούραση.