κουραστικός

From LSJ

Greek Monolingual

-ή, -ό κουράζω
1. αυτός που προκαλεί κούραση, κοπιαστικός («κουραστική δουλειά»)
2. φορτικός, ενοχλητικόςείναι πολύ κουραστική η συζήτηση μαζί του»).
επίρρ...
κουραστικά
με πολλή κούραση.