δυσχερῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
avec peine.
Étymologie: δυσχερής.
Russian (Dvoretsky)
δυσχερῶς: с неудовольствием, неохотно (ἔχειν πρός τι Plat. и πρός τινα Polyb.).
adv.
avec peine.
Étymologie: δυσχερής.
δυσχερῶς: с неудовольствием, неохотно (ἔχειν πρός τι Plat. и πρός τινα Polyb.).