δυσχερής

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχερής Medium diacritics: δυσχερής Low diacritics: δυσχερής Capitals: ΔΥΣΧΕΡΗΣ
Transliteration A: dyscherḗs Transliteration B: dyscherēs Transliteration C: dyscheris Beta Code: dusxerh/s

English (LSJ)

δυσχερές, (χείρ)
A hard to take in hand or hard to manage, opp. εὐχερής:
I of things, annoying, vexatious, θεωρία A.Pr.802; πᾶσι θαῦμα δ. S.Ant.254; Ἁρπάλου ἄφιξις Din.2.5; of actions, odious, unpopular, Isoc.12.63 (Sup.); disagreeable, Pl.Lg.779e (Comp.); τὸ δυσχερές = δυσχέρεια, E.Ph. 390; δυσχερὲς εἰπεῖν D.18.3; δυσχερὲς ποιεῖσθαι = to raise difficulties, Th.4.85.
2 difficult, Pl.Hp.Mi.369b (Sup.), etc.; τύχη Lys.24.6 (Sup.); βίος D.60.24; τὰ δυσχερῆ = difficulties, Id.10.58, al.; καιροὶ δυσχερεῖς = difficult times, Inscr.Prien.37.132.
3 of arguments, contradictory, captious, Pl.Prt.333d, D.20.113; τὰ δυσχερῆ difficulties in an argument or discussion, Arist.EN1145b6, Metaph.1067b35.
II of persons, ill-tempered, unfriendly, τινί to one, S.El.929; πρός τινα E. Ion 398; ἄτοποι καὶ δυσχερεῖς D.19.308; δυσχερὴς περὶ τὰ σιτία = fastidious, difficult to content with food, Pl.R.475c, cf. Arist.EE1221b3.
2 unpleasant, offensive, Thphr. Char.19.1; ὕδωρ D.C.68.31.
III Adv. δυσχερῶς, δυσχερῶς φέρειν, Lat. aegre ferre, Hp. Aph.1.25; ἀποδέχεσθαι Pl.Euthphr.6a; δυσχερῶς ἔχειν = to be annoyed, πρός τι Id.Prt.332a; ἐπί τινι Amphis 34.

Spanish (DGE)

-ές
A I1a duras penas soportable, insoportable, desagradable para los sent. y sentimientos θεωρία A.Pr.802, θαῦμα S.Ant.254, ὀσμαί Dieuch.19.13, ὕδωρ ... βραχὺ καὶ τοῦτο δυσχερές D.C.68.31.1, πάθημα X.Hier.1.36, τύχη Lys.24.6, βίος D.60.24, πόλεμος Plb.4.45.1, ἀλληλοφαγία Athenio 1.5, τελευτή Satyr.Vit.Eur.39.20.27
de pers. (οὗτος) ἡδὺς οὐδὲ μητρὶ δ. este es un (testigo) dulce a la vez que poco agradable para mi madre S.El.929, por su suciedad o desaliño, Thphr.Char.19.1
c. pron. neutr. ὅταν ... μηδὲν ... δυσχερές ἐν ταῖς γνώμαις τῶν παρόντων καταλείπηται cuando no se deja (al morir) nada desagradable en la opinión de los presentes X.Ap.7, τοῦτο ... δυσχερέστατον ἀποδέχεσθαι τῷ πλήθει Pl.Lg.779e, δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδέν D.18.3, neutr. subst. τί φυγάσιν τὸ δ. ¿qué es lo insoportable para los desterrados? E.Ph.390, τὰ δυσχερῆ = cosas desagradables Luc.Pisc.29.
2 ultrajante, censurable desde un punto de vista moral μὴ τῷ θανόντι τοῦτο δυσχερὲς ποῶ S.Ai.1395, αἱ δυσχερέσταται τῶν πράξεων las acciones más censurables Isoc.12.63, ἡ Ἁρπάλου ἄφιξις Din.2.5
malintencionado, nocivo ἄν τι δυσχερὲς βουλεύηται κατὰ Ῥωμαίων Plb.3.11.8.
II 1difícil de tratar de ciertos síntomas, Hp.Epid.1.8, de pers. ὁ δὲ δ. κατὰ τὸν φθόνον Arist.EE 1221b3.
2 difícil c. dif. precisiones: difícil de entender τὰ γὰρ γυναικῶν δυσχερῆ πρὸς ἄρσενας E.Io 398, λόγος Pl.Prt.333d, cf. Hp.Mi.369b, X.HG 7.2.20, D.20.113, Arist.Metaph.1067b35
difícil de pronunciar un determinado diptongo, Sch.D.T.499.24
gener. difícil, dificultoso ἄτοποι ... καὶ δυσχερεῖς ἄνθρωποι D.19.308, ὅτι δυσχερεστέρῳ μέρει δυνατῶς συνηγόρησεν porque hizo una competente defensa de la parte más difícil Luc.Am.52, ὁ ἀνάπλους Plb.1.60.6, γενομένων περὶ αὐτοὺς καιρῶν δυσχερῶν IPr.37.132 (II a.C.), cf. IIl.32.5 (III a.C.), ἐν τῷ δυσχερεῖ καιρῷ εὔχρηστον τῇ πατρίδι IEphesos 3055.10 (II/III d.C.), ἐν δυσχερεῖ καταστάσει γενομένου τοῦ πολιτεύματος IKeramos 6.7 (II a.C.), οὓς δυσχερές ἐστι παραμυθήσασθαι INap.85.10 (I d.C.), δυσχερὲς ποιεῖσθαι poner dificultades, objetar c. or. complet. Th.4.85
neutr. plu. subst. τὰ δυσχερῆ = las dificultades ἐὰν γὰρ λύηται ... τὰ δυσχερῆ Arist.EN 1145b7, τὰ ἐκ τοῦ πολέμου ... δ. D.10.58, tb. sg. Aristid.Quint.2.26.
III de pers. que siente desagrado, fastidioso, difícil, ὁ περὶ τὰ σιτία δυσχερής = el que siente repugnancia por la comida Pl.R.475c.
B adv. δυσχερῶς
1 con desagrado δυσχερῶς ... ἀποδέχομαι Pl.Euthphr.6a, δυσχερῶς ... ἔχειν πρὸς τοῦτο Pl.Prt.332a, ἐφ' ἅπασίν τε δυσχερῶς ἔχει Amphis 34, δυσχερῶς ἐγείρειν M.Ant.8.12.
2 penosamente, con dificultad op. εὐφόρως Hp.Aph.1.25, τῷ ἀποτετριμμένῳ χρυσίῳ δυσχερῶς χρῶνται PCair.Zen.21.30 (III a.C.), cf. Vett.Val.352.17, ὅπερ δυσχερῶς εὑρίσκεται IUrb.Rom.246B.19 (IV d.C.).
• Etimología: Comp. de δυσ- y un 2° término dud., quizá *χέρος, rel. χαίρω, q.u.

German (Pape)

[Seite 691] ές, schwer zu handhaben, zu behandeln; – a) von Sachen, schwierig, schwer zu unternehmen; Plat. Legg. VI, 780 c; Xen. Hell. 7. 2, 20; δυσχερεστάτη τύχη Lys. 24, 6; ἄφιξις Din. 2, 5; πόλεμος, χωρίον, Plut. Sol. 8. 26; dah, = widrig, unangenehm; θεωρία Aesch. Prom. 804; θαῦμα Soph. Ant. 254; οὐ δ., = ἡδύς, El. 917; πρός τινα, Eur. Ion 398; καὶ φοβερός Plat. Legg. XI, 922 c; δυσχερέστερον κακόν XII, 944 b; καὶ χαλεπὸς βίος Dem. 60, 24; δυσχερές τι εἰπεῖν 18, 3; ἐς δ. διάθεσιν ἐμπί. πτειν Pol. 1, 31; δυσχερές τι βουλεύεσθαι κατά τινος, Feindseliges, 3, 11, 8; – τὰ δυσχερῆ, mißliche Lage, Mißgeschick, Dem. 10, 58; – λόγοι, sich widersprechende Sätze, um den Hörer zu täuschen, Lpt. 113; vgl. Plat. Prot. 333 d; so τὰ δυσχερῆ Arist. Metaph. 11, 8. – b) von Menschen, mürrisch, verdrießlich; περὶ τὰ σὶτία, schwer im Essen zufrieden zu stellen, delikat, Plat. Rep. V, 475 c; übh. = widrig, vgl. Theophr. char. 15; καὶ ἄτοποι Dem. 19, 308. – Adv.: δυσχερῶς φέρειν, mit Mühe ertragen, Hippocr.; ἔχειν πρός τι, unwillig sein, Plat. Prot. 332 a; πρός τινα, Pol. 1, 68, 12 u. öfter; ἐπί τινι, Amphis com. Stob. flor. 99, 24; δυσχερὲς ποιεῖσθαι, aegre ferre, Thuc. 4, 85.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à manier, d'où
1 difficile, pénible ; τὰ δυσχερῆ difficultés;
2 qui cause de l'ennui, ennuyeux, fâcheux ; ποιεῖσθαί τι δυσχερές THC se faire du chagrin ou s'irriter de qch;
3 d'un caractère difficile, déplaisant, désagréable;
Cp. δυσχερέστερος, Sp. δυσχερέστατος.
Étymologie: δυσ-, χείρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσχερής -ές [δυσ-, ~ χαίρω] onaangenaam, ergerniswekkend, afkeerwekkend, aanstootgevend, van zaken en personen:; οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ik wil niets onaangenaams zeggen Dem. 18.3; met dat., met πρός + acc. voor iem.: ἡδὺς οὐδὲ μητρὶ δυσχερής aangenaam en niet onaangenaam voor onze moeder Soph. El. 929. moeilijk, van zaken:; ἐὰν … λύηταί … τὰ δυσχερῆ als de moeilijkheden worden opgelost Aristot. EN 1145b6; δυσχερὲς ποιεῖσθαι εἰ … het als een probleem zien als … Thuc. 4.85.6; van personen:. περὶ τὰ σιτία δ. moeilijk met eten Plat. Resp. 475c. adv. δυσχερῶς met weerzin, met moeite:, δ. φέρειν moeilijk verdragen; δ. ἔχειν weerzin voelen voor, met πρός + acc.; δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι ik heb er moeite mee ze (de verhalen over de goden) te accepteren Plat. Euthyph. 6a.

Russian (Dvoretsky)

δυσχερής:
1 трудный, тяжелый, неприятный, тягостный, мучительный (θεωρία Aesch.; θαῦμα Soph.; κακόν Plat.; βίος Dem.; χωρίον, γεῦμα Plut.; ὑπὸ τῇ δυσχερεστάτῃ γενέσθαι τύχῃ Lys.): τὰ δισχερῆ Dem., Arst. затруднительное положение; δυσχερὲς ποιεῖσθαι Thuc. быть недовольным, раздраженным;
2 неприязненный, враждебный (δυσχερές τι εἰπεῖν Dem.; δυσχερές τι βουλεύεσθαι κατά τινος Polyb.);
3 (вечно), недовольный, придирчивый, привередливый (περὶ τὰ σιτία Plat.).

Greek Monolingual

-ές (Α δυσχερής, -ές)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον μεταχειριστεί, δύσκολος
αρχ.
1. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί δυσφορία, ενοχλητικόςἄλλην δ' ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν», Αισχ.)
2. (για πράξη) μισητός
3. δυσάρεστος, δύσκολος
4. (για πρόσ.) εχθρικός («τὰ γὰρ τῶν γυναικῶν δυσχερῆ πρὸς ἄρσενας», Ευρ.)
5. ιδιότροπος, μεμψίμοιρος
6. αηδιαστικός, αποκρουστικόςὕδωρ δυσχερές»)
7. (για επιχείρημα) αντιφατικός.

Greek Monotonic

δυσχερής: -ές (χείρ),·
I. 1. αυτός που δύσκολα παίρνει κάποιος στα χέρια του ή δύσκολος στον χειρισμό, στον έλεγχο, στη διακυβέρνηση, δυσκολοκυβέρνητος, δυσοικονόμητος· λέγεται για πράγματα, ενοχλητικός, εξοργιστικός, εκνευριστικός, σε Τραγ.· τὸ δυσχερές = δυσχέρεια, σε Ευρ.· δυσχερὲς ποιεῖσθαί τι, Λατ. aegre ferre, σε Θουκ.· τὰ δυσχερῆ, δυσκολίες, δυσχέρειες, σε Δημ.
2. λέγεται για επιχειρήματα, αντικρουόμενος, αντιφατικός, παραπειστικός, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, δύστροπος, εχθρικός, μισητός, τινι, σε κάποιον, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· δ. περί τι, ιδιότροπος, μεμψίμοιρος, δύστροπος, σε Πλάτ.
III. επίρρ. δυσχερῶς ἔχειν, είμαι ενοχλημένος, δυσαρεστούμαι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχερής: ές· (χεὶρ)· - ὃν δυσκόλως λαμβάνει τις ἀνὰ χεῖρας, δυσκολοκυβέρνητος, δυσοικονόμητος· ἀντίθ. εὐχερής: Ι. ἐπὶ πραγμάτων, στενοχωρίαν παρέχων, λυπηρός, ἐνοχλητικός, θεωρία Αἰσχύλ. Πρ. 802· πᾶσι θαῦμα δ. Σοφ. Ἀντ. 254· τὸ δυσχερὲς = δυσχέρεια, Εὐρ. Φοιν. 393· δυχερὲς εἰπεῖν Δημ. 226. 18· - δυχερὲς ποιεῖσθαι, Λατ. aegre ferre, Θουκ. 4. 85. 2) δύσκολος, Πλάτ. Νόμ. 779Ε, κτλ.· τύχη Λυσ. 168. 36· βίος Δημ. 1396. 16· τὰ δυσχερῆ, δυσχέρειαι, δυσκολίαι, ὁ αὐτ. 146. 26 κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν ἐν συζητήσει· - ἀντιρρητικός, ἔχων τάσιν πρὸς ἐνστάσεις, Πλάτ. Πρωτ. 333D, Δημ. 491. 17· τὰ δυσχερῆ, δυσκολίαι ἐν τῇ συζητήσει ἢ ἐν τοῖς ἐπιχειρήμασιν, ἀντιφάσεις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 5, Μεταφ. 10. 11, 6 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔχων κακὴν διάθεσιν, ἐχθρικός, τινι, εἴς τινα, Σοφ. Ἠλ. 929· πρός τινα Εὐρ. Ἴων. 398· ἄτοποι καὶ δ. Δημ. 439 ἐν τέλ.· δ. περὶ σιτία, ἰδιότροπος, μεμψίμοιρος, δύστροπος, Πλάτ. Πολ. 475C· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 3, 10, Θεόφρ. Χαρ. 19. ΙΙΙ. ἐπίρρ., δυσχερῶς φέρειν, Λατ. aegre ferre, Ἱππ. 1244D· ἀποδέχεσθαι Πλάτ. Εὐθύφρ. 6Α· δ. ἔχω, ἐνοχλοῦμαι, στενοχωροῦμαι, πρός τι, ὁ αὐτ. Πρωτ. 332Α· ἐπί τινι Ἄμφις Φιλαδ. 2.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: incontent, annoying, vexatious, unpopular (Ion.-Att.).
Derivatives: δυσχέρεια annoyance, disgust (Att., hell.), denomin. δυσχεραίνω to be displeased with, be disgusted at (Att., hell.; s. Leumann Hom. Wörter 111) with δυσχέρασμα (Pl.), δυσχερασμός (Phld.), δυσχέρανσις (hell. a. late), δυσχεραντικός (M. Ant.). - Opposite εὑχερής.
Origin: IE [Indo-European] [140] *gʰer- desire
Etymology: Not to χείρ (Leumann Philol. 96, 161ff.). He connects χαίρω. Then we need a form with -ε- like *χέρος (cf. δυσ-μενής to μένος) or a full grade of the verb, which is not preserved in Greek (cf. Lat. horior, hortor).

Middle Liddell

δυσ-χερής, ές χείρ
I. hard to take in hand or manage, of things, annoying, vexatious, discomfortable, Trag.: τὸ δυσχερές, = δυσχέρεια, Eur.; δυσχερὲς ποιεῖσθαί τι, Lat. aegre ferre, Thuc.; τὰ δυσχερῆ difficulties, Dem.
2. of arguments, contradictory, captious, Plat., etc.
II. of persons, ill tempered, unfriendly, hateful, τινι to one, Soph., Eur., etc.; δ. περί τι fastidious, Plat.
III. adv., δυσχερῶς ἔχειν to be annoyed, Plat.

Frisk Etymology German

δυσχερής: {duskherḗs}
Meaning: unzufrieden, widerwillig, widerwärtig, unangenehm (ion. att.).
Derivative: Abstraktbildung δυσχέρεια Unzufriedenheit, Überdruß (att., hell.), denominatives Verb δυσχεραίνω ‘unzufrieden sein, Mißfallen empfinden (od. erregen)’ (att., hell.; zur Bildung Leumann Hom. Wörter 111 m. Lit.) mit δυσχέρασμα (Pl. u. a.), δυσχερασμός (Phld.), δυσχέρανσις (hell. u. spät), δυσχεραντικός (M. Ant. u. a.). — Gegensatz εὐχερής.
Etymology: Gegen die herkömmliche Anknüpfung an χείρ wendet sich mit Recht Leumann Philol. 96, 161ff. Er zieht dafür sehr ansprechend die Sippe von χαίρω heran. Auszugehen ist entweder von einem Nomen *χέρος (vgl. δυσμενής zu μένος) oder von einer verschollenen hochstufigen Verbalform.
Page 1,427

English (Woodhouse)

annoying, difficult, dismal, distressing, dreary, fanciful, fastidious, grievous, ill-tempered, irksome, morose, painful, peevish, perverse, troublesome, unpleasant, untoward, against the grain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δυσκολομεταχείριστος). Ἀπό τό δυσ + χείρ.
Παράγωγα: δυσχεραίνω, δυσχέρεια, δυσχεραινόντως, δυσχέρανσις, δυσχεραντέον, δυσχεραντικός, δυσχέρασμα.

Translations

difficult

Afrikaans: moeilik; Albanian: i vështirë; Amharic: አስቸጋሪ; Arabic: صَعْب‎; Moroccan Arabic: واعر‎; Armenian: դժվար, բարդ, ծանր; Assamese: টান; Asturian: difícil; Azerbaijani: çətin, düşvar; Bashkir: ҡыйын, ауыр; Basque: nekez; Belarusian: цяжкі, трудны; Bengali: কঠিন; Bikol Central Bikol Legazpi: dipisil; Bikol Naga: masakit; Breton: diaes; Brunei Malay: payah; Bulgarian: труден, мъ́чен, тежък; Burmese: ခဲယဉ်း, ခက်; Catalan: difícil; Cebuano: lisud; Chamicuro: yeewa; Chechen: хала; Cherokee: ᎤᏦᏍᏗ, ᏍᏓᏯ; Chinese Cantonese: 難, 难, 困難, 困难; Mandarin: 難, 难, 困難, 困难, 艱難, 艰难; Wu: 難; Chukchi: аӈъачеты; Crimean Tatar: qıyın; Czech: obtížný, těžký; Danish: vanskelig; Dutch: lastig, moeilijk; Esperanto: malfacila; Estonian: keeruline; Faroese: torførur; Finnish: vaikea, hankala; French: difficile; Galician: difícil; Georgian: ძნელი, რთული, მძიმე; German: schwer, schwierig; Gothic: 𐌰𐌲𐌻𐌿𐍃; Greek: δύσκολος; Ancient Greek: ἀμήχανος, ἄπορος, δύσκολος, δυσχερής, προσάντης, δυσπετής, χαλεπός; Greenlandic: sapernarpoq; Gujarati: કઠિન; Haitian Creole: difisil; Hebrew: קָשֶׁה‎, מסובך‎; Hindi: कठिन, विकट, मुश्किल, दुश्वार; Hungarian: nehéz; Icelandic: erfiður; Ido: desfacila; Ilocano: narigat; Indonesian: sukar, susah; Ingush: хала; Interlingua: difficile; Irish: deacair, anfhurasta, anacair, achrannach, doiligh; Italian: difficile; Japanese: 難しい, 困難な; Kabuverdianu: puxadu, pexóde, rabés; Kannada: ಕಟ್; Kazakh: қиын, ауыр; Khmer: ពិបាក, យ៉ាប់; Korean: 어렵다, 힘들다; Kurdish Central Kurdish: زەحمەت‎, گران‎, سەخت‎; Kyrgyz: кыйын, оор; Ladino: difísil, zor; Lao: ຍາກ; Latin: difficilis; Latvian: sarežģīts, grūts; Lithuanian: sunkus; Macedonian: тежок, мачен; Malay: sukar, susah; Maltese: diffiċli; Manx: doillee, creoi, trome, mooar, neuaashagh; Maori: whēuaua, uaua, taumaha hārukiruki; Mirandese: defícel; Mon: ဝါတ်; Mongolian: хэцүү, хүнд, бэрх, хүчир; Navajo: nantłʼah; Norwegian: vanskelig; Occitan: malaisit, dificil; Old Church Slavonic Cyrillic: тѩжькъ; Old English: earfoþe; Pashto: ګران‎, مشکل‎; Persian: دشوار‎, مشکل‎, سخت‎, صعب‎; Polish: trudny, ciężki; Portuguese: difícil; Punjabi: ਕਠਿਨ; Quechua: sasa; Romanian: greu, dificil, anevoios, complicat; Russian: трудный, тяжёлый, тяжкий, сложный; Sanskrit: कठिन; Scottish Gaelic: doirbh, mì-fhurasda, cruaidh, trom, duilich; Serbo-Croatian Cyrillic: тежак; Roman: težak; Sinhalese: අමාරු; Slovak: obtiažny, ťažký; Slovene: težek; Sorbian Upper Sorbian: ćežki; Spanish: difícil; Swedish: svår; Tagalog: mahirap; Tajik: мушкил, душвор, сахт; Tamil: கடினமான; Tatar: кыен, авыр; Telugu: కఠినమైన, కష్టమైన; Tetum: susar; Thai: ยาก, ลำบาก; Tibetan: ཁག་པོ, དཀའ་ལས་ཁག་པོ, དཀའ་མོ, དཀའ་ངལ་ཅན; Tocharian B: waimene, āmāskai; Tongan: faingataʻa; Turkish: zor, güç, müşkül, çetin, kıyın, düşvar, ağır; Turkmen: çatak, çetin, kyn, müçgil; Ukrainian: важкий, трудний; Urdu: مشکل‎, دشوار‎, کٹھن‎; Uyghur: قىيىن‎, مۈشكۈل‎; Uzbek: qiyin, mushkul, murakkab; Vietnamese: khó, khó khăn; Volapük: fikulik; Welsh: anodd, caled; West Frisian: swier; White Yiddish: שווער‎, האַרב‎

hateful

Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний

painful

Arabic: أَلِيم‎, مُؤْلِم‎, مُوجِع‎; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἅνιος, ἀργαλέος, ἀχθεινός, ἀχθηρός, βαρύμοχθος, βαρύς, γοερός, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσπενθής, δυσπονής, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπωδύνιος, ἐπώδυνος, λευγαλέος, λυπηρός, λυπρός, μογερός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, πενθάς, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, πονηρός, πραγματώδης, σμυγερός, τανηλεγής, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol