pf. Pass. de λέγω.
v. λέγω.
εἴλεγμαι: αντί λέλεγμαι, Παθ. παρακ. του λέγω.
εἴλεγμαι: (= λέλεγμαι) pf. pass. к сложн. с λέγω III (напр., διείλεγμαι).