[Seite 722] p. = ἔαρ, ἐαρινός.
épq. c. ἐαρινός.
(ϝέαρ): of Spring, vernal, ὥρη, ἄνθεα, νοτίαι.
v. ἐαρινός.
εἰᾰρινός: Hom., Hes. = ἐαρινός.