εἰρύαται
English (LSJ)
εἰρύμεναι [ῠ],
A v. ἐρύω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρύαται: εἰρύμεναι ῠ, ἴδε ἐν λ. ἐρύω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. pf. Moy. de ἐρύω.
English (Autenrieth)
see εἰρύω.
Greek Monotonic
εἰρύαται: Ιων. αντί εἴρυνται, γʹ πληθ. παρακ. του ἐρύω.
Russian (Dvoretsky)
εἰρύᾰται: эп. 3 л. pf. pass. к ἐρύω.