ἐνισχυρίζομαι

Revision as of 19:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A rely upon, τινί D.44.8.

German (Pape)

[Seite 846] med., seine Stärke, sein Vertrauen auf Etwas setzen, τῷ δικαίῳ, Dem. 44, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνισχῡρίζομαι: μέσ., ἐρείδομαι, ἐπερείδομαί τινι, τούτῳ ἐνισχυριζόμεθα Δημ. 1082. 26.

Spanish (DGE)

basar su fuerza o derechos, hacerse fuerte en c. dat. οὐ μόνον τούτῳ ἐνισχυριζόμεθα no sólo basamos nuestros derechos en eso (el parentesco), D.44.8, τοῖς νόμοις D.44.16, cf. Sm.Ps.51.9
abs. tener fortaleza ἐνισχυρίζου ... καὶ μὴ πτοηθῇς A.Andr.et Matt.3.

Greek Monolingual

ἐνισχυρίζομαι (Α) ισχυρίζομαι
στηρίζομαι, βασίζομαι, εμπιστεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνισχῡρίζομαι: досл. твердо опираться, перен. рассчитывать, уповать (τῷ δικαίῳ Dem.).