ισχυρίζομαι

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχυρίζομαι) ισχυρός
διατυπώνω κάτι και το υποστηρίζω με επιμονή
μσν.-αρχ.
ισχυροποιώ τη θέση μου, γίνομαι δυνατός
αρχ.
1. δείχνω τη δύναμη μου σε κάποιον
2. (για αθλητές) αγωνίζομαι για κάτι
3. έχω πεποίθηση σε κάτι.