ισχυρίζομαι

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχυρίζομαι) ισχυρός
διατυπώνω κάτι και το υποστηρίζω με επιμονή
μσν.-αρχ.
ισχυροποιώ τη θέση μου, γίνομαι δυνατός
αρχ.
1. δείχνω τη δύναμη μου σε κάποιον
2. (για αθλητές) αγωνίζομαι για κάτι
3. έχω πεποίθηση σε κάτι.