ἐντιλάω

Revision as of 20:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A void excrement upon, τινί τι Ar.Ach.351.

German (Pape)

[Seite 856] darein kacken, τινί τι, Ar. Ach. 351.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντῑλάω: Λατ. incacare, «τσιλίζω» ἐπί τινος, μαρίλης μοι συχνὴν ὁ λάρκος ἐνετίλησεν ὥσπερ σηπία, ἐτσίλησεν ἐπάνω μου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 351.

Spanish (DGE)

(ἐντῑλάω)
soltar, evacuar encima c. juego de palabras ὑπὸ τοῦ δέους δὲ τῆς μαρίλης μοι συχνὴν ὁ λάρκος ἐνετίλησεν ὥσπερ σηπία de miedo el saco me soltó encima un montón de hollín, como una sepia Ar.Ach.351.

Greek Monotonic

ἐντῑλάω: μέλ. -ήσω, Λατ. incacare, πιτσιλίζω κάτι πάνω σε κάποιον, τί τινι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντῑλάω: загаживать, пачкать: τῆς μαρίλης συχνὴν ἐντιλῆσαί τινι Arph. опрокинуть на кого-л. целую корзину сажи.