ἐλαφρότης

Revision as of 20:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ητος, ἡ,= ἐλαφρία,

   A lightness, nimbleness, Pl.Lg.795e, Plu.Lyc.17,al.

German (Pape)

[Seite 792] ητος, ἡ, Leichtigkeit, Behendigkeit, Plat. Legg. VII, 795 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐλαφρότητός τε ἕνεκα καὶ κάλλους τῶν τοῦ σώματος αὐτοῦ μελῶν Πλάτ. Νόμ. 795Ε πρβλ. ἐλαφρία.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 ligereza, rapidez, agilidad εὐεξίας ἑλαφρότητός τε ἕνεκα καὶ κάλλους ref. a la danza, Pl.Lg.795e, de los soldados, D.S.19.30, τῶν κυνιδίων D.S.31.38, de los ciervos, Plu.2.976d
fig. ligereza de ánimo Mac.Aeg.Hom.24.6.
2 falta de peso τῆς ὕλης Plu.Lyc.17, τῶν ποτηρίων Ath.469b.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαφρότης: ητος ἡ легкость, подвижность или резвость, бодрость (ἐ. καὶ κάλλος τοῦ σώματος Plat.).