ἔξεσις

Revision as of 20:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dismissal, divorce, γυναικός Hdt.5.40.

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, dasselbe, γυναικός, Ehescheidung, Her. 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξεσις: -εως, ἡ, ἀπόπεμψις γυναικός, ἤτοι διαζύγιον, Ἡρόδ. 5. 40.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
répudiation.
Étymologie: ἐξίημι.

Greek Monolingual

ἔξεσις, η (Α)
αποπομπή γυναίκας, διαζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έσις (< ίημι)].

Greek Monotonic

ἔξεσις: -εως, ἡ (ἐξίημι), απόρριψη, αποπομπή, διαζύγιο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔξεσις: εως, ион. ιος ἡ ἐξίημι отсылка, изгнание: ἔ. τῆς γυναικός Her. развод с женой.