απόρριψη

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

η (Α ἀπόρριψις) απορρίπτω
νεοελλ.
1. άρνηση, αποδοκιμασία
2. (για μαθητές) η μη προαγωγή σε ανώτερη τάξη ή η μη εισαγωγή σε σχολείο ή σχολή
αρχ.
φρ. «ἀπόρριψις ἱματίων» — το να βγάζει κανείς τα ρούχα του.