ἐπικρῆσαι

Revision as of 20:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A v. ἐπικεράννυμι.

German (Pape)

[Seite 953] ep. aor. zu ἐπικεράννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρῆσαι: ἴδε ἐν λ. ἐπικεράννυμι.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. de ἐπικεράννυμι.

English (Autenrieth)

see ἐπικίρνημι.

Greek Monotonic

ἐπικρῆσαι: Επικ. αντί -κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐπικεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικρῆσαι: эп. inf. aor. к ἐπικεράννυμι.