ἐπικεράννυμι
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
mix in addition, οἶνον ἐπικρῆσαι (aor. 1 inf.) mix fresh wine, Od.7.164, cf. Gal.18(1).169:—Med., Damocr. ap. eund.14.100.
German (Pape)
[Seite 948] (s. κεράννυμι), noch einmal, von Neuem mischen, οἶνον ἐπικρῆσαι Od. 7, 164; übh. beimischen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ao. inf. épq. ἐπικρῆσαι;
verser sur, mêler, acc..
Étymologie: ἐπί, κεράννυμι.
Greek Monolingual
ἐπικεράννυμι (Α)
ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»].
Greek Monotonic
ἐπικεράννῡμι: μέλ. -κεράσω, απαρ. αορ. αʹ -κρῆσαι (Επικ. αντί -κεράσαι)· αναμειγνύω, ανακατεύω συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικεράννῡμι: (inf. aor. ἐπικρῆσαι) примешивать, подмешивать: ἐ. οἶνον Hom. разбавлять вино (водой).
Middle Liddell
fut. -κεράσω aor1 inf. -κρῆσαι [-κρῆσαι epic for -κεράσαι]
to mix in addition, Od.