ἐπίκυκλος

Revision as of 20:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ὁ, Astron.,

   A epicycle, Plu.2.1028b, Theo Sm.p.162H., Ptol.Alm.3.3, Iamb.VP6.31 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 954] ὁ, der Nebenkreis, in der Astronomie, Plut. de anim. procr. e Tim. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκυκλος: ὁ, κύκλος ἐπὶ ἑτέρου κύκλου (παρ’ Ἀστρον.) Πλούτ. 2. 1028Β.

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίκυκλος)
αστρον. κύκλος που το κέντρο του βρίσκεται στην περιφέρεια άλλου κύκλου.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκυκλος: ὁ астр. эпицикл Plut.