κέντρο

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ κέντρον)
1. αιχμηρό όργανο, οξεία αιχμή, κεντρί
2. οξύ όργανο για το κέντρισμα τών υποζυγίων, βουκέντρα, βούκεντρο
3. (για σφήκες, μέλισσες κ.λπ.) το αμυντικό όργανο μερικών εντόμων, κεντρί
4. μαθ. σημείο σε σχέση με το οποίο τα σημεία ενός γεωμετρικού σχήματος κείνται σε συμμετρικά ζεύγη ή βρίσκονται στην ίδια απόσταση από αυτό (α. «κέντρο συμμετρίας» β. «κέντρο κύκλου» γ. «κέντρο σφαίρας»)
5. φρ. φυσ. α) «κέντρο βάρους» — το σημείο στο οποίο εφαρμόζεται η συνισταμένη τών δυνάμεων έλξης της Γης πάνω σε ένα σώμα
β) «κέντρο μάζας» — το νοητό σημείο εφαρμογής της συνισταμένης τών δυνάμεων βαρύτητας που ασκούνται, σε ένα ομοιόμορφο πεδίο, πάνω σε ένα σώμα
νεοελλ.
1. θέση, μέρος, οικισμός είτε τμήμα οικισμού, όπου αναπτύσσεται ή συγκεντρώνεται ή από όπου εκπορεύεται μια ορισμένη δραστηριότητα ή κίνηση (α. «κέντρο της πόλης» β. «διοικητικό κέντρο» γ. «οικονομικό κέντρο» δ. πνευματικό κέντρο»)
2. (πολ.) παράταξη ή κόμμα που τοποθετείται στο μέσον μεταξύ τών παρατάξεων ή κομμάτων της Αριστεράς και της Δεξιάς
3. χώρος διασκέδασης και ψυχαγωγίας (α. «εξοχικό κέντρο» β. «αριστοκρατικό κέντρο»)
4. το κυριότερο σημείο («τί ο νους μου, ως εκρατιότανε από το αιώνιο κέντρο», Σικελ.)
5. (ανατ.-φυσιολ.) το μέρος ενός οργάνου προς το οποίο συγκλίνουν και από το οποίο εκπορεύονται τα ανατομικά ή λειτουργικά του στοιχεία που εξασφαλίζουν την ενότητά του και τις σχέσεις του με το σύνολο του οργανισμού (α. «νευρικά κέντρα» β. «αισθητικά κέντρα»)
6. φρ. α) «κέντρο διαφθοράς» — κακόφημο κέντρο, χώρος ή τόπος στον οποίο επικρατεί η ανηθικότητα
β) «τηλεφωνικό κέντρο» — το κατάστημα ή η συσκευή όπου συγκεντρώνονται όλα τα τηλεφωνικά καλώδια και περιλαμβάνονται τα όργανα μέσω τών οποίων γίνεται η τηλεφωνική σύνδεση
γ) «κέντρο εκπαιδεύσεως» — στρατιωτική μονάδα με αποστολή την εκπαίδευση στρατιωτικού προσωπικού και, ιδιαίτερα, τών νεοσύλλεκτων στρατιωτών
νεοελλ.-μσν.
το σημείο που βρίσκεται ακριβώς στο μέσο ή περίπου στο μέσο ενός χώρου («το κέντρο της πλατείας»)
μσν.
1. ενόχληση, πείραγμα
2. αγκάθι
μσν.-αρχ.
παρόρμηση, παρακίνηση
αρχ.
1. μτφ. α) σύμβολο εξουσίας
β) ανθρώπινη πράξη ή εκδήλωση που προκαλεί ψυχική οδύνη
γ) έντονη, ζωηρή εντύπωση
δ) το ανδρικό μόριο
2. αιχμηρό όργανο με το οποίο βασανίζει κάποιος
3. περόνη
4. αιχμή ακοντίου
5. το πλήκτρο του πετεινού, το όπλο με το οποίο ανθίσταται και επιτίθεται
6. το κεντρί του σκαντζόχοιρου
7. καρφί («σκληρόν σοι πρός κέντρα λακτίζειν» — παροιμ. φρ. για μάταιη αντίσταση, ματαιοπονία, ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεντώ + κατάλ. -τρον, δηλωτική του οργάνου. Η αρχική σημασία είναι «όργανο για το κέντρισμα τών ζώων». Απέκτησε και άλλες παρεμφερείς σημασίες, όπως «περόνη», «καρφί». Ως γεωμετρικός όρος, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ευκλείδη. Η γεωμετρική σημασία γενικεύθηκε με τη σειρά της και χρησιμοποιήθηκε και μεταφορικά δηλώνοντας την «έδρα», το «στρατηγείο»].