aor. 1 of πρήθω.
ἔπρησα: ἀόρ. α΄ τοῦ πρήθω.
ao. de πίμπρημι;ao. de πρήθω.
ἔπρησα: αόρ. αʹ του πρήθω.
ἔπρησα: aor. 1 к πρήθω.