πρήθω
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
impf. ἔπρηθον (ἐν-): aor. ἔπρησα (v. infr.): —Pass., pf. πέπρησμαι: aor. ἐπρήσθην (v. infr.): A.R. seems to use πρήσοντα, πρήσοντος as pres. part., 4.819, 1537: (for the signf.
A burn, v. πίμπρημι; cf. also ἐμπρήθω, πρηστήρ):—Ep. Verb (rarely if ever in Com., v. infr.), blow out, swell out by blowing, ἔπρησεν δ' ἄνεμος μέσον ἱστίον Od.2.427; ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481; νότου πρήσαντος ἅλα AP13.27 (Phal.); πρῆσαι γαστέρα LXX Nu.5.22:—Pass., ἐπρήσθη dub. in Amphis 30.10; κοιλία πεπρησμένη LXX Nu.5.21; πέπρησται ἱστία Ael.NA2.17; λαίφεα πρησθέντα Q.S.14.416.
2 spout, τὸ δ' [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε he spouted blood from his mouth and nostrils, Il.16.350.
3 blow into a flame, π. πυρὸς μένος, of Hephaestus, A.R.4.819.
II intr., blow, ib.1537.
German (Pape)
[Seite 699] 1) verbrennen; im praes. nur poetisch u. wahrscheinlich nur in compp. vorkommend, wie ἐνέπρηθον, Il. 9, 589; fut. πρήσω u. folgde tempp. gehören zu πίμπρημι, w. m. s. – 2) blasen, durch Blasen anschwellen, ἔπρησεν δ' ἄνεμος μέσον ἱστίον, der Wind schwellte das Segel mitten auf, Od. 2, 427, vgl. ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il. 1, 481; ἅλα νότου πρήσαντος, Phalaec. 5 (XIII, 27). – Dah. auch = durch Blasen hervortreiben, hervorsprudeln machen; αἷμα ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε, er ließ das Blut aus dem Munde und den Nasenlöchern hervorströmen, Il. 16, 350; – durch Hauchen anfachen, πρήσοντα πυρὸς μένος, Ap. Rh. 4, 819; aber πρήσοντος ἀήτεω 4, 1537 ist intr., wehen. – (Vgl. über die Zurückführung beider Bedeutungen auf eine, sachen, Buttm. Lexil. I p. 106; verwandt ist unser brennen, alt bernen, Bernstein, engl. burn.)
French (Bailly abrégé)
f. πρήσω, ao. ἔπρησα ; au prés. et à l'impf., seul. dans les composés;
I. brûler, mettre en feu;
II. souffler :
1 gonfler en soufflant, gonfler (une voile, la mer);
2 faire jaillir en soufflant.
Étymologie: R. Πρα, brûler ; v. πίμπρημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρήθω zie πίμπρημι.
Russian (Dvoretsky)
πρήθω: (только aor. ἔπρησα - эп. πρῆσα) Hom., Soph. = πίμπρημι.
I
1 (о ветре), надувать, вздувать, (ἱστίον Hom.);
2 вздымать (ἅλα Anth.);
3 извергать (τὸ αἷμα ἀνὰ στόμα Hom.).
English (Autenrieth)
aor. ἔπρησα, πρῆσε, inf. πρῆσαι: a verb combining the notions, blow, stream, burn; ἔπρησεν δ' ἄνεμος μέσον ἱστίον, ‘swelled,’ ‘filled,’ Od. 2.427; with ἐν, Il. 1.481; (αιμα) ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας | πρῆσε χανών, ‘spurted,’ Il. 16.350 ; πυρί and πυρός, Il. 7.429, Il. 2.415.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.)
1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ' (αἷμα) ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῖνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.)
3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα πυρὸς μένος», Απολλ. Ρόδ.)
4. (αμτβ.) φυσώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- του πίμ-πρη-μι + ενεστωτικό επίθημα -θω, το οποίο δηλώνει εμφαντικά το τέλος της πράξης όπως και τα επιθήματα -γω, -κω, -χω, -τω (πρβλ. νήθω, πλήθω). Για τη σημ. του ρ. βλ. λ. πίμπρημι.
Greek Monotonic
πρήθω: παρατ. ἔπρηθον, αόρ. αʹ ἔπρησα· ο παρακ. δεν χρησιμ.,
1. φυσώ, φουσκώνω με φύσημα, ἔπρησεν δ' ἄνεμος μέσον ἱστίον, σε Ομήρ. Οδ.
2. εκφυσώ, εκπνέω, εκβάλλω φυσώντας, τὸ δ' (αἷμα) ἀνὰ στόμα πρῆσε, έφτυσε πολύ αίμα από το στόμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
πρήθω: παρατ. ἔπρηθον (ἐν-): ἄλλως ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἀορ. ἔπρησα· (περὶ τῆς σημασίας καίω, ἴδε ἐν λ. πίμπρημι· καὶ περὶ τῆς ἑνότητος τῶν δύο τούτων σημασιῶν καίω καὶ φυσῶ ἴδε Buttm. Lexil. ἐν λ.· πρβλ. ὡσαύτως ἐμπρήθω, πρηστήρ). ― Ἐπικ. ῥῆμα (σπανίως ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ἴδε κατωτ.), φυσῶ φουσκώνω διὰ φυσήματος, ἔπρησεν δ’ ἄνεμος μέσον ἱστίον Ὀδ. Β. 427· ἐν δ’ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Ἰλ. Α 481· ἅλα νότου πρήσαντος Ἀνθ. Π. 13. 27. ― Παθ., καὶ τῶν φιβάλεων τρῶγε σύκων τοῦ θέρους... κᾆτα φασκέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα, καὶ πρήσκου καὶ βόγγα, Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 1· ἐπρήσθη Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 40· πρβλ. πρῆσις, πίμπρημι ΙΙ. 2) ἐκφυσῶ, ἐκπέμπω φυσῶν, τὸ δ’ (αἷμα) ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε, ἐξεφύσησεν αἷμα ἐκ τοῦ στόματος καὶ τῶν μυκτήρων, Ἰλ. Π. 350· πρβλ. ἀναπρήθω, πρίστις Ι. 3) φυσῶν ἀνάπτω φλόγα, πρήσοντα πυρὸς μένος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 819. ΙΙ. ἀμεταβ., φυσῶ ὁ αὐτ. 4. 1537.
Middle Liddell
[no perf. in use.]
1. to blow up, swell out by blowing, ἔπρησεν δ' ἄνεμος μέσον ἱστίον Od.
2. to blow out, drive out by blowing, τὸ δ' αἷμα ἀνὰ στόμα πρῆσε he blew a shower of blood through his mouth, Il.
Mantoulidis Etymological
(=φουσκώνω, καίω). Ἔχει σχέση μέ τό πίμπρημι, ὅπου δές γιά παράγωγα.