[Seite 1017] s. ἔραζε.
ἔρασδε: Δωρ. ἀντὶ ἔραζε, ὅ ἴδε.
dor. c. ἔραζε.
βλ. έραζε.
ἔρασδε: Δωρ. αντί ἔραζε.
ἔρασδε: дор. v. l. = ἔραζε.