ἔραζε
From LSJ
English (LSJ)
to the ground, to earth; v. ἔρα.
German (Pape)
[Seite 1016] auf die Erde, ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε Od. 22, 85; κατὰ δὲ πτέρα χεῦεν ἔραζε 15, 526; so Hes. O. 419. 471; Aesch. frg. 144; dor. ἔρασδε, Theocr. 7, 146. – Bei Hosch. 2, 66, πολλὰ δ' ἔραζε θαλέεσκε πέτηλα, = auf der Erde.
French (Bailly abrégé)
adv.
à terre avec mouv.
Étymologie: ἔρα, -δε.
English (Autenrieth)
upon the ground, with πίπτω and χέω, χ 2, Il. 12.156.
Greek Monolingual
ἔραζε και δωρ. τ. ἔρασδε (Α)
επίρρ. καταγής, στο έδαφος («νιφάδες δ’ ὣς πῖπτον ἔραζε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρα «γη» + κατάλ. -ζε, δηλωτική της προς τόπον κινήσεως].
Russian (Dvoretsky)
ἔραζε: дор. v.l. ἔρασδε [*ἔρα = лат. terra adv. на землю, наземь (πίπτειν Hom., Aesch.; χεῖν Hom., Hes., Theocr.).
Middle Liddell
to earth, to the ground, Hom.; doric ἔρασδε Theocr.