ἐπύλλιον

Revision as of 20:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

τό, Dim. of ἔπος,

   A versicle, scrap of poetry, Ar.Ach.398, Pax532,Ra.942.    II short epic poem, Ath.2.65a.

German (Pape)

[Seite 1013] τό, dim. zu ἔπος, kleines Epos, Ath. IL, 65 a; übh. kleines Liedchen, Verschen, Ar. Ach. 398 Pax 522.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔπος, μικρὸν ἔπος, Ἀθήν. 65Α· ποιημάτιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 398, Εἰρ. 532, Βάτρ. 942. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπυλλίοις· στίχοις».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit vers.
Étymologie: dim. de ἔπος.

Greek Monotonic

ἐπύλλιον: τό, υποκορ. του ἔπος, μικρό έπος, κομμάτι, απομεινάρι, ψήγμα ποίησης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπύλλιον: τό эпиллий, маленькая поэма, стихотвореньице или стишки Arph.