έπος
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Greek Monolingual
το (AM ἔπος)
1. εκτεταμένη ποιητική σύνθεση που καθρεφτίζει τη ζωή και τα ιδανικά μιας ολόκληρης κοινωνίας και εξυμνεί ηρωικά κατορθώματα
2. πληθ. τα έπη
επικά ποιήματα σε δακτυλικούς εξάμετρους στίχους
νεοελλ.
1. σειρά ηρωικών πράξεων ή κατορθωμάτων («το έπος της Αλβανίας»)
2. φρ. «αμ’ έπος αμ’ έργον» — μόλις το ‘πε, το ‘κανε κιόλας
αρχ.
1. λέξη, έκφραση («ἀλλ’ ἔπους σμικροῦ χάριν φυγάς σφιν ἔξω πτωχὸς ἠλώμην», Σοφ)
2. διήγηση, ομιλία («ἀκούοντες ἔπεα θνητῶν», Ομ. Ιλ.)
3. σπουδαίος λόγος («στεῡται γάρ τι ἔπος ἐρέειν κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
4. υπόσχεση («τελεῖν ἔπος», Ξεν.)
5. επίκαιρος λόγος,συμβουλή
6. λόγος που προέρχεται από θεία έμπνευση, χρησμός, προφητεία («καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ μάντηος ἀλαοῦ», Ομ. Οδ.)
7. λέξη σε αντιδιαστολή με το έργο («ἔπεα ἀκράαντα» — λόγια χωρίς αποτέλεσμα, Ομ. Οδ.)
8. έννοια, ουσία, υπόθεση λόγου («νῦν δὲ ἔπος ἐρέων πάλιν ἄγγελος εἶμ’ Ἀχιλῆι», Ομ. Ιλ.)
9. ρητό, παροιμία, απόφθεγμα («τοῦτ’ ἄρ’ ἐκεῖν’ ἧν τοὔπος ἀληθῶς», Αριστοφ.)
10. φήμη («καὶ μὴν τά γ’ ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί’ ἔπη», Σοφ.)
11. απαίτηση, επιθυμία («οὐκ ἔστ’ οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι», Ομ. Ιλ.)
12. ποιητικός στίχος («μαρτυρέει δέ μοι τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου ἔπος ἐν Ὀδυσσείῃ», Ηρόδ.)
13. σύνολο στίχων
14. (σε πεζό κείμενο) σειρά, αράδα («τῷ τε πλήθει τῶν λεγομένων οὐκ ἐπιτιμησόντων οὐδ’ ἥν μυρίων ἐπῶν ᾖ τὸ μῆκος», Ισοκρ.)
15. (για ζωγράφο) σύνθεση εικόνας («τήν... μάχην ἐν οὐδ’ ὅλοις ἑπτὰ ἔπεσι παραδραμόντος», Λουκιαν.)
16. φρ. α) «κατ’ ἔπος» — λέξη προς λέξη
β) «οὐδὲν πρὸς ἔπος» — για κανέναν σκοπό
γ) «ὡς ἔπος εἰπεῖν» ή «ὡς εἰπεῖν ἔπος» — για να πω με συντομία
δ) «ἑνὶ ἔπει» — με μια λέξη, σύντομα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. έπος (διαλεκτ. Fέπος) ταυτίζεται με αρχ. ινδ. vacas-, αβεστ. vačah- και ανάγεται σε ΙE wekw-os < ΙE ρίζα wekw- «λέγω, μιλώ». Απαντά στον Όμηρο προκειμένου να δηλώσει τα λόγια, παράλληλα προς το μύθος που δηλώνει το περιεχόμενο των λόγων. Στην Ιων.-Αττική σημαίνει «λέξη» —αντιτιθέμενο στο έργον— και χρησιμοποιείται σε ορισμένες πάγιες εκφράσεις, όπως έπος ειπείν «για να μιλήσω έτσι, όπως λένε κ.λπ.». Στην επική ποίηση, εξάλλου, απαντά πληθ. έπεα. Η λ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη μορφή -επής σε 36 αρχαία σύνθετα
πρβλ. αισχροεπής, ακριτοεπής, αληθοεπής, αμαρτοεπής, αμετροεπής, αμευσιεπής, ανεπής, απτοεπής, αριστοεπής, αρτιεπής, αφαμαρτοεπής, βραχυεπής, δεινοεπής, ευεπής, ευθυεπής, ευρησιεπής, ηδυεπής, ημιεπής, ησιεπής, θελξιεπής, θεοεπής, θερσιεπής, ισοεπής, ισχνοεπής, καλλιεπής, κομψοεπής, παντοεπής, παυροεπής, περισσοεπής, πολυεπής, ταυτοεπής, τερψιεπής, χρηστοεπής, ψευδοεπής, ωκυεπής. Στην ίδια ρίζα wekw- ανάγεται και ο αόρ. είπον, επικ. έειπον, απρμφ. ειπείν, από τον οποίο προήλθε υστερογενώς ο ιων. αόρ. α΄ είπα. Στους αορίστους αυτούς αντιστοιχούν οι ενεστώτες λέγω, φημί, αγορεύω, μέλλ. ερώ και παρακμ. είρηκα. Το έειπον, που συνδέεται επακριβώς με αρχ. ινδ. ά-vocam, προήλθε από e-wenkw-om, θεματ. αόρ. με αναδιπλασιασμό. Δηλ. ε-Fε-Fπ-ον> ε-Fε-ιπ-ον, με ανομοίωση του β’ -F- σε -ι-> έ-ειπ-πον> είπον. Υπάρχουν, εξάλλου, και ονοματικοί τ. με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας
πρβλ. αιτ. όπα (ονομ. όψ < Fοπ-ς), όσσα < ότια < Foτ-yă, εν-οπή, ενώ στην Αρχαία Ινδική απαντά αθέμ. ενεστ. vak-ti «μιλάει, λέει»].