τό, Ep. for ἐπίσωτρον (q.v.).
[Seite 981] τό, ep. für ἐπίσωτρον, w. m. s.
ἐπίσσωτρον: τό, Ἐπικ. ἀντὶ ἐπίσωτρον, Ἰλ. Ε. 725.
v. ἐπίσωτρον.
tire of a wheel. (Il.)
ἐπίσσωτρον: τό, Επικ. αντί ἐπίσωτρον.
ἐπίσσωτρον: τό эп. = ἐπίσωτρον.