ἑπτάπους

Revision as of 20:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

οξ, ἡ,

   A seven feet long, σκιά Ar.Fr.675, cf. IG12.372.19, Anon.in Tht.34.25.    2 having seven feet, πολύπους Ael. Fr.143.

German (Pape)

[Seite 1013] ποδος, sieben Fuß lang, Hesych.; σκιά, Ar. bei Ath. XI, 502 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάπους: ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος ἑπτὰ ποδῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 564, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 19, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἑπτάπους, -ουν (AM)
1. μήκους επτά ποδών
2. (για πολύποδα) αυτός που έχει επτά πόδια.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτάπους: πουν, gen. ποδος Arph. = ἑπταπόδης.