ἑπταπόδης
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ον, ὁ, seven feet long, θρῆνυς Il.15.729; ἄξων Hes. Op.424.
German (Pape)
[Seite 1013] ὁ, sieben Fuß lang, θρῆνυς, Il. 15, 729; ἄξων, Hes. O. 422.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de sept pieds.
Étymologie: ἑπτά, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτᾰπόδης: ου adj. m семифутовый (θρῆνυς Hom.; ἄξων Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταπόδης: -ου, ὁ ἔχων μῆκος ἑπτὰ ποδῶν, θρῆνυς Ἰλ. Ο. 729· ἄξων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 422. Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
(πούς): seven feet long, Il. 15.729†.
Greek Monolingual
ἑπταπόδης, ὁ (Α)
μήκους επτά ποδών.
Greek Monotonic
ἑπταπόδης: -ουὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος εφτά ποδών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.