ἐσχατάω

Revision as of 20:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

(ἔσχατος)

   A to be at the edge, Hom. (only in Il.) always in Ep. part., εἴ τινά που δητων ἕλοι ἐσχατόωντα straying about the edge of the camp, Il.10.206 ; Ἀνθηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα, lying on the border, 2.508, 616 ; ἕσπερος ἐ. the extreme west, Call.Del.174, cf. Theoc.7.77 ; κάρηνον ἐ. sinciput, Arat.207 : with a Verb, τεχθήσεται ἐσχατόωσα at last, Man.4.459.

German (Pape)

[Seite 1045] oder ἐσχατόω, der Aeußerste, Letzte sein, nur partic. ἐσχατόων, -τόωσα, z. B. εἴ τινά που δηΐων ἕλοι ἐσχατόωντα, einen äußersten der Feinde, einen Nachzügler, Il. 10, 206; Ἀνθηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα, an der äußersten Gränze gelegen, 2, 508. 616; Καύκασον ἐσχατόωντα Theocr. 5, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχατάω: (ἔσχατος) μένω ἔσχατος, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ., εἴ τινά που δηίων ἕλοι ἐσχατόωντα, ὕστατον ὑπολειπόμενον, Ἰλ. Κ. 206· ἐπὶ πόλεως, Ἀνθηδόνα τ᾿ ἐσχατόωσαν, «τὴν ἐν τοῖς ἐσχάτοις μέρεσι τῆς Βοιωτίας κειμένην» (Σχολ.), Β. 508, Μύρσινος ἐσχατόωσα αὐτόθι 616· ἀφ᾿ ἑσπέρου ἐσχατόωντος, ἀπὸ τῆς ἐσχάτης δύσεως, Καλλίμ. εἰς Δῆλ. 174· κάρηνον ἔσχατ., τὸ βρέγμα, Ἄρατ. 207: - μετὰ ῥήματος, τεχθήσεται ἐσχατόωσα, ἐπὶ τέλους, Μανέθων 4. 459.

French (Bailly abrégé)

seul. part. épq. ἐσχατόων;
être à l’extrémité.
Étymologie: ἔσχατος.

Greek Monotonic

ἐσχᾰτάω: (ἔσχατος), βρίσκομαι στην άκρη, βρίσκομαι στο όριο, στο περιθώριο, μένω τελευταίος, υπολείπομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. μτχ. ἐσχατόων, παραμένω στην άκρη του στρατοπέδου, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐσχᾰτάω: (только part.)
1) быть далеким (Ἀνθηδὼν ἐσχατόωσα Hom.; Καύκασος ἐσχατόων Theocr.);
2) находиться на краю: δηΐων ἐσχατόων τις Hom. кто-л. из врагов, бродящий с краю (неприятельского стана).