περιθώριο
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
το, Ν
1. το άγραφο κενό διάστημα στα άκρα εντύπου ή εγγράφου
2. κάθε ελεύθερο ή κενό διάστημα στα άκρα επιφάνειας
3. μτφ. α) η μεταξύ ορισμένων ορίων δυνατότητα ή ελευθερία δράσης, ενέργειας, κίνησης (α. «ο μισθός του δεν του αφήνει περιθώρια για ταξίδια αναψυχής» β. «τα χρονικά περιθώρια είναι περιορισμένα»)
β) ό,τι βρίσκεται έξω από το κύριο θέμα ή από το σημαντικό γεγονός («στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ» β. «στο περιθώριο της ζωής»)
γ) το ποσό κατά το οποίο η αξία της εγγύησης που παρέχεται ως ασφάλεια δανείου υπερβαίνει το ποσό του δανείου
6. φρ. α) «ζω στο περιθώριο» — ζω αποτραβηγμένος, χωρίς ενεργό ανάμιξη σε ποικίλες δραστηριότητες
β) «βάζω [ή θέτω] κάποιον στο περιθώριο» — παραγκωνίζω κάποιον, παραμερίζω
γ) «συναλλαγή με περιθώριο» ή «αγορά με περιθώριο»
(οικον.) πράξη επί χρεωγράφων κατά την οποία ο αγοραστής καταβάλλει ένα ποσοστό μόνον της τιμής αγοράς, το περιθώριο, και δανείζεται το υπόλοιπο από τον χρηματιστή παρέχοντάς του τα χρεώγραφα ως εγγύηση για το δάνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-θεώριον (< περιθεωρῶ), ενώ κατ' άλλους από το περιθέω «περιτρέχω, περιβάλλω, περίκειμαι»].