ἐπόπτας 1 one who watches over ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (Leto, Apollo, Artemis) (N. 9.5)
ἐπόπτας: дор. Pind. = ἐπόπτης.