εὔζωρος

Revision as of 21:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A quite pure, unmixed, of wine, Hp.Morb.3.14, E.Alc. 757, Ar.Ec.227: Comp. -ότερος, εὐζωρότερον... ὦ παῖ, δός Diph.58, cf. Cratin.412, Eup.382; also κέρασον εὐζωρέστερον Antiph.139; πίνειν . . κύλικας εὐζωρεστέρας Eub.150.8 ( = Ephipp.3.11), cf. Lyr.Adesp.p.681 Bgk.

German (Pape)

[Seite 1066] ganz rein, vom Wein, ungemischt, οἶνος, Ar. Eccl. 227; μέθυ, Eur. Alc. 760; κύλιξ, p. bei Plut. Thes. 22; compar. εὐζωρότερος, Hippocr.; Diphil. Ath. X, 423 c; Luc. Lex. 14; εὐζωρέστερος, Ephipp. bei Ath. II, 65 d; Antiphan. X, 423 d.

Greek (Liddell-Scott)

εὔζωρος: -ον, ἐντελῶς καθαρός, ἄμικτος, ἐπὶ οἴνου, Εὐρ. Ἄλκ. 757, Ἀριστ. Ἐκκλ. 227, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 423C. κἑξ. - Συγκρ. -ότερος καὶ -έστερος, εὐζωρότερον..., ὦ παῖ, δὸς Δίφιλος ἐν «Παιδερασταῖς» 1, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 136· κέρασον εὐζωρέστερον Ἀντιφάνης ἐν «Λάμπωνι» 3· πίνειν… κύλικας εὐζωρεστέρας Εὔβουλ. 15α, πρβλ. ᾆσμα ἐν Πλουτ. Θησ. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans mélange.
Étymologie: εὖ, ζωρός.

Greek Monolingual

εὔζωρος, -ον (Α)
(για οίνο) εντελώς καθαρός, άκρατος, άμικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωρός «άκρατος, δυνατός οίνος»].

Greek Monotonic

εὔζωρος: -ον, τελείως καθαρός, αμιγής, λέγεται για κρασί, σε Ευρ.· συγκρ. -ότερος και -έστερος.

Russian (Dvoretsky)

εὔζωρος: 1) чистый, несмешанный (μέθυ Eur.; οἶνος Arph.);
2) наполненный чистым вином (κύλιξ Plut.).