μέθυ
ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all
English (LSJ)
τό, wine, Hom., only in nom. and acc., πολλὸν… μέθυ πίνετο Il.9.469; σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ Od.4.746; ἐκ κριθῶν μ. A.Supp.953, etc.: gen. μέθυος first in Pl.Epigr.22, Nic.Th.582, Marc.Sid.50; dat. μέθυϊ An.Ox.3.255. (Cf. Skt. mádhu 'sweet, sweet drink, honey', OE. medu 'mead', Slav. medǔ 'honey', etc.)
German (Pape)
[Seite 114] υος, τό, Wein, Hom. nur im nom. u. acc., σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ, Od. 4, 746 u. öfter, πολλὸν μέθυ πίνετο, Il. 9, 469, γλυκερόν, Od. 14, 194; οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ, Aesch. Suppl. 931; Soph. O. C. 482; ἄκρατον, εὔζωρον, Eur. Cycl. 149 Alc. 760; Ar. u. sp. D., τοῦ πρὶν πορφυρέου μέθυος, Plat. 15 (IX, 826); gen. auch Nic. Th. 582. Es hieß wohl jedes berauschende Getränk so, vgl. unser Meth u. μέθη. Die alten Gramm. leiten es falsch von μεθίημι ab.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
boisson fermentée, particul.
1 vin;
2 sorte de bière.
Étymologie: cf. skr. madhu « miel, boisson miellée ».
Russian (Dvoretsky)
μέθῠ: υος τό (только sing.; gen. только в Anth.)
1 вино (ἡδύ, γλυκερόν Hom.; εὔζωρον, ἄκρατον Eur.);
2 брага (ἐκ κριθῶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μέθῠ: τό, (ἴδε ἐν τέλ.), οἶνος, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., πολλόν... μέθυ πίνετο Ἰλ. Ι. 469 (465)· σῖτον καὶ μέθυ ἡδὺ Ὀδ. Δ. 746· ἐκ κριθῶν μ., ζῦθος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 953, κτλ.· - ἡ γεν. μέθυος πρῶτον ἐν Ἀνθ. Π. 9. 826, Νικ. Θ. 582· δοτ. μέθυϊ ἐν Ἀν. Ὀξων. 3· 255· (Ἐκ τῆς √ ΜΕΘ παράγονται προσέτι αἱ λ. μέθη, μέθυσος, μεθύω, μεθύσκω· πρβλ. Λατ. madh-u, Σλαυ. med-u, Λιθ. med-us, Ἀρχ. Σκανδιν. mjoöò-r, Ἀγγλο-Σαξον. med-o (mead), Ἀρχ. Γερμ. met-u (Γερμ. meth), - ἅπαντα σημαίνοντα μέλι ἢ γλυκὺν οἶνον.)
English (Autenrieth)
υος (cf. ‘mead’): strong drink, wine.
Greek Monolingual
το (Α μέθυ, -υος)
νεοελλ.
1. κάθε μεθυστικό ποτό
2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ
αρχ.
1. το κρασί
2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ. ινδ. madhu- «μέλι» (η ομηρική έκφραση μέθυ ἡδὺ απαντά και στην αρχ. ινδ.), λιθουαν. medus «μέλι», αρχ. σλαβ. medu «μέλι», αρχ. άνω γερμ. metu «υδρόμελι», αρχ. ιρλδ. mid «υδρόμελι». Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ελληνική η λ. μέθυ, εξαιτίας της ιδιότητας του υδρομέλιτος («ποτού από νερό και μέλι») κατέληξε να σημαίνει «κρασί» και συνεκδοχικά «μεθύσι», ενώ η αρχική σημασία «μέλι» του τύπου διατηρήθηκε στον επίσης κληρονομημένο τ. μέλι (για τη σημασιολογική εξέλιξη από «μέλι» σε «κρασί» πρβλ. και αβεστ. madu- «κρασί παραγόμενο από σαρκώδη καρπό»).
ΠΑΡ. μεθύσκω, μέθυσος, μεθώ
αρχ.-μσν.
μεθυστής, μεθύω
μσν.
μεθύζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μεθυδότης, μεθυδώτης, μεθυπίδαξ, μεθυπλανής, μεθυπλήξ, μεθυτρόφος, μεθυχάρμων
μσν.
μεθυσφαλής.
Greek Monotonic
μέθῠ: τό, μόνο σε ονομ. και αιτ., κρασί, υδρόμελι, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: entoxicating drink, wine (Il.).
Other forms: gen. -υος (Pl. Epigr., Nic.)
Compounds: As 1. member e.g. in μεθυ-πλήξ, -γος hit by wine, drunk (Call., APl.).
Derivatives: Denomin. verbs: μεθύ-σκομαι (ɪæ.), aor. μεθυ-σθῆναι (Alc., IA.) intoxicate oneself, be(come) drunk; act. μεθύ-σκω, aor. μεθύ(σ)-σαι, fut. μεθύσω intoxicate oneself (Pl., hell.); μεθύ-ω only presentstem = -ύσκομαι, often metaph. (Od.). Several verbal nouns: 1. μέθη f. drunkenness, intoxication (IA.; backformation from μεθύω after πληθυω: πλήθη, Wackernagel Unt. 131 n. 3); 2. μέθυσις intoxication (Thgn.; after πόσις, Porzig Satzinhalte 190); 3. μέθυσμα intoxicating drink (LXX, Ph.). 4. μέθυσος (-ση) m. f. drunkard (Hecat., Ar.; first of women; Schwyzer 516, Chantraine Form. 435), also μεθύσης id. (Ath., Luc.; to stress the substantival character); 5. μεθυστής id. (Arr., AP), f. -ύστρια (Theopomp. Com.), -υστάς (Trag. Adesp.; Fraenkel Nom. ag. 2, 37). 6. μεθυστκός dipsomaniac, intoxicating (Pl., Arist.); 7. μεθύσιον εἶδος ἀμπέλου H. (cf. Strömberg Pflanzennamen 91); 8. μεθυμναῖος surn. of Dionysos (Plu.); joking transformation of Μηθυμναῖος (from Μήθυμνα), after H. surn. of Dionysos (Wackernagel l.c.). -- PN, e.g. Μέθων, -υλλος, -ύσκος. -- On ἀ-μέθυ-στος s. v. On NGr. μεθύρα, -ύριον wine-cask Georgacas Μνήμης χάριν 1, 115ff.
Origin: IE [Indo-European] [707] *medhu honey, intoxicating drink
Etymology: Old word for honey, which remained in most languages, e.g. Skt. mádhu n. honey, Av. maδu n. currant-wine, Slav., e.g. OCS medъ honey, Balt., e.g. Lith. medùs id., Germ., e.g. OWNo. mjođr, OHG metu m. Met, Celt., e.g. OIr. mid id., Toch. B mit honey, IE *médhu n. The meaning honey was in Greek limited to the also inherited μέλι; further the achaic μέθυ, which as opposed to its derivatives, was soon abandoned, referred to wine. -- Details in WP. 2, 261, Pok. 707, Fraenkel Wb. s. medùs, Vasmer Wb. s. méd.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
μέθυ: {méthu}
Forms: Gen. -υος (Pl. Epigr., Nik. u. a.)
Grammar: n.
Meaning: Rauschtrank, Wein (ep. poet. seit Il.).
Composita: Als Vorderglied z.B. in μεθυπλήξ, -γος vom Wein getroffen, trunken (Kall., APl.).
Derivative: Denominative Verba: μεθύσκομαι (ion. att.), Aor. μεθυσθῆναι (Alk., ion. att.) ‘sich berauschen, trunken sein od. werden’; Akt. μεθύσκω, Aor. μεθύ(σ)-σαι, Fut. μεθύσω berauschen (Pl., hell. u. sp.); μεθύω nur Präsensstamm = -ύσκομαι, oft übertr. (seit Od.). Davon zahlreiche Verbalnomina: 1. μέθη f. Trunkenheit, Rausch, Rauschtrank (ion. att.; Rückbildung aus μεθύω nach πληθύω: πλήθη u. a., Wackernagel Unt. 131 A. 3); 2. μέθυσις Berauschung (Thgn.; nach πόσις, Porzig Satzinhalte 190); 3. μέθυσμα Rauschtrank (LXX, Ph.). 4. μέθυσος (-ση) m. f. Trunkenbold (Hekat., Ar. usw.; zuerst von Frauen; Schwyzer 516, Chantraine Form. 435), auch μεθύσης ib. (Ath., Luk.; zur Hervorhebung des Substantivcharakters); 5. μεθυστής ib. (Arr.,AP), f. -ύστρια (Theopomp. Kom.), -υστάς (Trag. Adesp.; Fraenkel Nom. ag. 2, 37). 6. μεθυστκός trunksüchtig, berauschend (Pl., Arist.); 7. μεθύσιον· εἶδος ἀμπέλου H. (vgl. Strömberg Pflanzennamen 91); 8. μεθυμναῖος Bein. des Dionysos (Plu. u. a.); scherzhafte Umbildung von Μηθυμναῖος (von Μήθυμνα), nach H. Bein. des Dionysos (Wackernagel a.a.O.). — PN, z.B. Μέθων, -υλλος, -ύσκος. —Zu ἀμέθυστος s. bes. Über ngr. μεθύρα, -ύριον Weinfaß Georgacas Μνήμης χάριν 1, 115ff.
Etymology: Altes Wort für Honig, Met, das in der Mehrzahl der Sprachen erhalten blieb, z.B. aind. mádhu n. Honig, Met, aw. maδu n. Beerenwein, slav., z.B. aksl. medъ Honig, balt., z.B. lit. medùs ib., germ., z.B. awno. mjođr, ahd. metu m. ’Met’, kelt., z.B. air. mid ib., toch. B mit Honig, idg. *médhu n. Die Bed. Honig wurde im Griech. auf das ebenfalls altererbte μέλι beschränkt; im übrigen wurde das altertümliche μέθυ, das im Gegensatz zu seinen Ableitungen bald außer Gebrauch kam, auf den Wein übertragen. — Einzelheiten m. Lit. bei WP. 2, 261, Pok. 707, Fraenkel Wb. s. medùs, Vasmer Wb. s. méd.
Page 2,191-192