εὐπώγων

Revision as of 21:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A well-bearded, Arist.Phgn.808a23, AP9.99 (Leon.), 744 (Id.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπώγων: ὁ, ἔχων καλὸν πώγωνα, καλὸν γένειον, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 11, Ἀνθ. Π. 9. 99. 744, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 17.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à la belle ou longue barbe.
Étymologie: εὖ, πώγων.

Greek Monolingual

εὐπώγων, -ωνος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πώγων.

Greek Monotonic

εὐπώγων: ὁ, αυτός που έχει καλά γένεια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπώγων: 2, gen. ωνος adj. густобородый или длиннобородый Arst., Anth.