γενειάδα

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

και γενεάδα, η (AM γενειάς, -άδος) γένειον
γένεια
αρχ.
στον πληθ. αἱ γενειάδες
τα μάγουλα.