εὐηθία
English (LSJ)
Ion. -ιη, = foreg.(q.v.).
German (Pape)
[Seite 1066] ἡ, = εὐήθεια, Aesch. Prom. 383 Eur. Hipp. 639 Men. Stob. flor. 4, 28; bei Her. εὐηθίη.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηθία: Ἰων. -ίη, = εὐήθεια, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. εὐήθεια.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εὐηθία: Ιων. -ίη, = εὐήθεια.
Russian (Dvoretsky)
εὐηθία: ἡ Aesch., Eur. = εὐήθεια.