εὐπροσηγορία

Revision as of 21:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἡ,

   A affability, Isoc.1.20.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπροσηγορία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐπροσήγορος, Ἰσοκρ. 6Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: εὐπροσήγορος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπροσηγορία) ευπροσήγορος
η προσήνεια, η καταδεκτικότητα.

Russian (Dvoretsky)

εὐπροσηγορία: ἡ обходительность, общительность, приветливость Isocr.