εὐπροσήγορος
English (LSJ)
εὐπροσήγορον, easy of address, i.e. affable, courteous, ἐν εὐπροσηγόροισιν ἐστί τις χάρις; E.Hipp.95; εὐπροσήγορος φρήν Id.Alc.775; εὐπροσήγορον γῆρας Trag.Adesp. 552, cf. Trag. in Gött.Nachr.1922.31; τῷ λόγῳ εὐπροσήγορος Isoc.1.20; οὐκ εὐπροσήγοροι ἆται miseries that forbid my being spoken to, E.HF1284: Sup. εὐπροσηγορώτατος J.AJ19.1.13. Adv. εὐπροσηγόρως D.H.Rh.5.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'abord facile, affable.
Étymologie: εὖ, προσηγορέω.
German (Pape)
gut, leicht anzureden, umgänglich, freundlich; στόμα Eur. Suppl. 893; φρήν Alc. 791, vgl. Valcken Hipp. 94; λόγῳ Isocr. 1.20; Sp., wie Plut.
• Adv., ἅπασι εὐπροσηγόρως προσενεχθῆναι καὶ ὁμιλῆσαι Dion.Hal. rhet. 5.4.
Russian (Dvoretsky)
εὐπροσήγορος: (тж. εὐ. λόγῳ Isocr.) обходительный, приветливый, общительный (στόμα, φρήν Eur.; φιλανθρωπία Plut.): οὐκ ἄτας εὐπροσηγόρους ἔχω Eur. не таковы мои несчастья, чтобы можно было говорить со мной.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπροσήγορος: -ον, ὁ τοῖς λόγοις οἰκείως ἐντυγχάνων τινί, ὁμιλητικός, φιλόφρων, Εὐρ. Ἱππ. 95, ἔνθα ἴδε Valck· εὐπρ. φρήν, στόμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 775, κτλ.· γῆρας αὐτόθι 594. 22, Τραγ. παρὰ Στοβ.· τῷ λόγῳ εὐπροσήγορος Ἰσοκρ. 6Α· οὐκ εὐπρ. ἆται, δυστυχίαι αἵτινες ἀποτρέπουσι τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τοῦ νὰ λαλῶσι πρὸς ἐμέ, ἀπὸ τοῦ νὰ ὦσιν εὐπροσήγοροι πρός με, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1284· ἐν εὐπροσηγόροισιν ἐστί τις χάρις Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 663. - Ἐπίρρ. εὐπροσηγόρως, Διον. Ἀλ. Τέχνη Ρητ. 5. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, -ον)
αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός.
επίρρ...
ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως)
με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-ήγορος].
Greek Monotonic
εὐπροσήγορος: -ον, ομιλητικός, δηλ. καταδεκτικός, προσηνής, φιλοφρονητικός, αβρός, ευγενικός, περιποιητικός, σε Ευρ.· οὐκ εὐπρ. ἆται, δυστυχίες οι οποίες αποτρέπουν τους ανθρώπους απ' το να μου απευθύνονται, στον ίδ.
Middle Liddell
εὐ-προσήγορος, ον
easy of address, i. e. affable, courteous, Eur.; οὐκ εὐπρ. ἆται miseries that forbid my being spoken to, Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὁμιλητικός). Ἀπό τό εὖ + προσηγορέω -ῶ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἀγορεύω.