ἐφιπποτοξότης

Revision as of 21:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1119] ὁ, v. l. für ἀμφιπποτοξότης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφιπποτοξότης: -ου, ὁ ἔφιππος τοξότης, ἴδε ἐν λ. ἀμφιπποτοξότης.

Greek Monolingual

ἐφιπποτοξότης, ὁ (Α)
έφιππος τοξότης.

Russian (Dvoretsky)

ἐφιπποτοξότης: ου ὁ конный стрелок (Diod. - v. l. ἀμφιπποτοξότης).