ἐφιπποτοξότης

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

German (Pape)

[Seite 1119] ὁ, v. l. für ἀμφιπποτοξότης.

Russian (Dvoretsky)

ἐφιπποτοξότης: ου ὁ конный стрелок (Diod. - v. l. ἀμφιπποτοξότης).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφιπποτοξότης: -ου, ὁ ἔφιππος τοξότης, ἴδε ἐν λ. ἀμφιπποτοξότης.

Greek Monolingual

ἐφιπποτοξότης, ὁ (Α)
έφιππος τοξότης.