adv.d’une manière claire ou évidente;Sp. εὐσημότατα.Étymologie: εὔσημος.
εὐσήμως: ясно, отчетливо (μετρεῖν τι Plut.): τοῦ μᾶλλον εὐ. ἔχειν Arst. для большей ясности.