ἤρᾰτο: ἴδε ἐν λ. αἴρω.
3ᵉ sg. impf. de ἔραμαι;ao. Moy. de αἴρω.
see ἄρνυμαι.
ἤρᾰτο: γʹ ενικ. μεσ. αορ. αʹ του ἄρνυμαι.
ἤρατο: I 3 л. sing. impf. к ἔραμαι.II aor. med. к αἴρω (супплетивно и к ἄρνυνμαι).