ἄρνυμαι
English (LSJ)
A imper. ἄρνυσο Sapph.75, Trag.Adesp.4: fut. ἀρέομαι [ᾰ] Pi.P.1.75, Att. ἀροῦμαι S.OC460, Aj.75, Pl.Lg.969a: aor. 2 ἀρόμην [ᾰ] Il.11.625, 23.592 (augm. 3sg. ἤρετο only as v.l. for ἤρατο, cf. ἀείρω); subj. ἄρηαι Hes. Op.632, ἄρηται Il.12.435; opt. ἀροίμην 18.121, S.El.34, etc.; inf. ἀρέσθαι Il.16.88, S.Aj.246 (lyr.); part. ἀρόμενος A.Eu.168 (lyr.):—win, gain, especially of honour or reward, in pres. and impf. often with additional idea of striving, ἀρνύμενος πατρός τε μέγα κλέος maintaining... Il.6.446; κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο 5.3; κῦδος ἀρέσθαι 9.303, Od.22.253, Pi.N.9.46; ἵν' οἴκαδε κέρδος ἄρηαι Hes.Op. 632; οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην Il.22.160; ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο 9.124; ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων trying to win, striving to secure... Od.1.5; exact, of atonement, τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ Il. 1.159; ὅτῳ τρόπῳ πατρὸς δίκας ἀροίμην τῶν φονευσάντων πάρα S.El.34; simply, receive, καί κεν τοῦτ' ἐθέλοιμι Διός γε διδόντος ἀρέσθαι Od.1.390; ὧν.. τὴν μάθησιν ἄρνυμαι S.Tr.711, etc.; κράτος ἄρνυται Id.Ph.838 (lyr.); τὴν δόκησιν ἄ. E.Andr.696; ἕλκος ἀρέσθαι Il.14.130; = λαβεῖν in ποδοῖν κλοπὰν ἀ. S.Aj.247 (lyr.); ἄγος ἀ. A.Eu.168 (lyr.); win reputation for... δειλίαν ἀρῇ S.Aj.75 (cf. Hsch.); τόλμαν.. ἀρομένῳ Pi.N.7.59: rare in Prose, exc. in the phrase μισθὸν ἄρνυσθαι Pl.Prt. 349a, R.346c, Lg.813e, Arist.Pol.1287a36, cf. ἀρ[ές]θαι μισθόν IG12(9).1273-4iii1 (Eretria); also ἣ δ' ἂν ἄνδρα ἑωυτῇ ἄρηται Hp.Aër.17; δίκαν ηαρέσται καὶ δόμεν(= λαβεῖν καὶ δοῦναι) IG9(1).334.32 (Locr.); ζωὴν αἰσχρὰν ἄ. strive to save, Pl.Lg.944c: rarely in bad sense, ἀρνύμενος λώβαν λύμας ἀντίποιν' ἐμᾶς reaping destruction as the penalty of... E.Hec.1073 (lyr.).
II take up, bear, carry (perhaps by confusion with ἄρασθαι), οὐδ' ἂν νηῦς.. ἄχθος ἄροιτο Il.20.247. (Root ṛ: er: or, cf. τιμά-ορος 'one who exacts atonement'.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [locr. inf. aor. hαρέσται IG 92(1).718.32 (Calion V a.C.)]
1 obtener, lograr, ganar κλέος Il.5.3, 6.446, Pi.O.9.102, E.Alc.55, κύδος Il.9.303, Simon.14.79.10, Pi.N.9.46, I.1.50, A.Th.316, Nonn.D.40.217, τοῦτ' Od.1.390, τιμήν Il.1.159, τόλμαν τε καλῶν ἀραμένῳ para quien se ha ganado el valor de nobles acciones Pi.N.7.59, νίκην Xenoph.B 2.1, ἀέθλια Il.9.124, οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην Il.22.160, προεδρίην Xenoph.B 2.7, una cautiva Il.11.625, πολὺ ... κράτος S.Ph.838, τὴν δόκησιν E.Andr.696, κέρδος Hes.Op.632, μισθόν Pi.P.1.75, Pl.Prt.349a, R.346c, Lg.813e, Arist.Pol.1287a36, λέχος ἄρνυσο νεώτερον búscate una mujer más joven Sapph.121, ἣ δ' ἂν ἄνδρα ... ἄρηται Hp.Aër.17, τὰν δίκαν ... hαρέσται recibir, obtener justicia, IG l.c., ὅτῳ τρόπῳ πατρὶ δίκας ἀροίμην τῶν φονευσάντων πάρα cómo podría vengar en justicia a mi padre de los que le asesinaron S.El.34
•τοιάδ' ἄρνυμαι esto es lo que me gano (sc. el castigo) S.Ant.903, ζωὴν αἰσχρὰν ἀρνύμενος ganándome una existencia de vergüenza Pl.Lg.944c, ἀρνύμενος λώβας λύμας τ' ἀντίποιν' ἐμᾶς siendo yo ultrajado en pago a mi ruina E.Hec.1073
•c. gen. ganar, alcanzar φήμης ἄρνυται ἀθανάτου Clara Rhodos 617.529 (Nisiro).
2 salvar ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων Od.1.5.
3 tomar, recibir οὐδ' ἂν νηῦς ... ἄχθος ἄροιτο que ni siquiera una nave ... podría llevar esa carga, Il.20.247, ἐφ' ἕλκεϊ ἕλκος Il.14.130, βλοσυρὸν ἀρόμενον ἄγος habiendo recibido una mancha espantosa A.Eu.167
•τὴν μάθησιν ἄρνυμαι tomo conocimiento, me entero S.Tr.711, ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι huir con pasos furtivos S.Ai.247, μηδὲ δειλίαν ἀρῇ ni seas un cobarde S.Ai.75, αὐτὴ (ἡ πόλις) ἄρνυται (ὄνομα) ἐξ ἀνδρός esta (ciudad) toma (el nombre) de ese hombre Philostr.VS 532.
• Etimología: Pres. c. suf. -nu- < *nHu̯ a partir de una raíz *°H3r- o *°r-, cf. het. arnumi, arm. arnum.
German (Pape)
[Seite 357] nur praes. u. imperf., Nebenform zum med. von αἴρω; vgl. πταίρω πτάρνυμαι; erringen, davontragen, oder: zu erringen suchen, mit dem erringen beschäftigt sein, eine Modification der Bedeut., welcher jedes Griech. Verb im praes. u. imperf. unterliegt. Hom. Iliad. 22, 160 οὐχ ἱερήιον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην, sie waren nicht in einem Wettkampfe um ein Opferthier oder eine Rindshaut begriffen; Od. 1, 5 ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων; Iliad. 6, 446 ἀρνύμενος πατρὸς κλέος ἠδ' ἐμὸν αὐτοῦ; 1, 159 τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε πρὸς Τρώων, Buße eintreibend für M. u. dich von den Troern, vgl. Scholl. Ariston.; 5, 553 τιμὴν Ἀτρείδῃς ἀρνυμένω; – ἄρνυμαι γέρας Eur. Alc. 55; auch von übeln Dingen, λώβαν Eur. Hec. 1073, Schmach davontragen; μισθόν Plat. Prot. 349 a; μάθησιν, Einsicht bekommen, Soph. Tr. 711; μᾶλλον ἄρνυσθαι, lieber wollen, vorziehen, ζωὴν αἰσχράν – ἢ καλὸν θάνατον Plat. Legg. XII, 944 b; also = αἱροῦμαι. Einzeln auch bei Sp.
French (Bailly abrégé)
impf. poét. ἀρνύμην;
I. s'efforcer de prendre, d'obtenir ou de conserver : ψυχήν OD lutter pour sauver sa vie ; τιμήν τινι IL chercher à venger qqn ; βοείην ἄ. IL se disputer une peau de bœuf;
II. p. suite :
1 conserver, maintenir : πατρὸς κλέος IL la gloire de son père;
2 prendre, recevoir, obtenir : λώβαν EUR tirer vengeance de qch ; μάθησιν SOPH parvenir à savoir qch.
Étymologie: R. Ἀρ lever ; cf. αἴρω.
English (Autenrieth)
aor. 1 ἠράμην, 2 sing. ἤραο, aor. 2 ἀρόμην, subj. ἄρωμαι, 2 sing. ἄρηαι, opt. ἀροίμην (ἀρέσθαι and ἄρασθαι are sometimes referred to ἀείρω, αἴρω, q.v.): carry off (usually for oneself), earn, win; freq. the pres. and ipf. of attempted action, οὐχ ἱερήιον οὐδὲ βοείην | ἀρνύσθην, were not ‘trying to win,’ Il. 22.160 ; ἀρνύμενος ἥν τε ψῦχὴν καί νόστον ἑταίρων, ‘striving to achieve,’ ‘save,’ Od. 1.5, cf. Il. 6.446; aor. common w. κλέος, κῦδος, εὖχος, νίκην, ἀέθλια, etc.; also of burdens and troubles, ὅσσ' Ὀδυσεὺς ἐμόγησε καὶ ἤρατο, ‘took upon himself,’ Od. 4.107, Il. 14.130, Il. 20.247.
English (Slater)
ἄρνυμαι (fut. ᾰρέομαι coni. Dawes: aor. ᾰρηται; ᾰρέσθαι; ᾰρομένῳ coni.: cf. ἀείρω) win, gain πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι (v.l. (ἀν)ελέσθαι) (O. 9.102) ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν (Dawes: αἱρέομαι codd.) (P. 1.75) τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα) (N. 7.59) εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος (N. 9.46) ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν (I. 1.50)
Greek Monolingual
ἄρνυμαι (Α)
1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω
2. αποκτώ, κερδίζω
3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ
4. εκλέγω, προτιμώ
5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα -νυ-, ο οποίος έχει άμεση αντιστοιχία με το αρμεν. άrnum «παίρνω» (αόρ. άri, πρβλ. ηρόμην)
πιθ. συγγένεια με αβεστ. ∂r∂naυ- «παρέχω, χορηγώ», σανσκρ. ŗnō-ti «προσβάλλω, τυγχάνω», αρχ. άνω γερμ. arnōn «αποκτώ». Το ρ. άρνυμαι χρησιμοποιείται στην αρχαία ποίηση και στον Ιπποκράτη με τη σημ. «προσπαθώ να αποκτήσω, προσπαθώ να πετύχω, δέχομαι (δόξα, αμοιβή, πληρωμή)», ενώ λείπει στον αττικό πεζό λόγο, στον οποίο όμως απαντά το ρ. μισθαρνώ («εργάζομαι επί μισθῴ») < φρ. «μισθὸν ἄρνυσθαι»].
Greek Monotonic
ἄρνῠμαι: αποθ., χρησιμ. μόνο σε ενεστ. και παρατ., εκτεταμ. τύπος του αἴρομαι, λαμβάνω για μένα ή για άλλον, αποκομίζω, αποκτώ, κερδίζω, πορίζομαι, λέγεται ιδίως για τιμή ή ανταμοιβή, σε Όμηρ., Αττ.· σπανίως με αρνητική σημασία, ἀρνύμενος λώβαν, πιθ. παίρνω εκδίκηση για το κακό που μου έκαναν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρνῠμαι: (только praes. и impf.; fut. и aor. - от αἴρομαι: ἀροῦμαι и ἠρόμην)
1 добывать, снискивать (τιμήν τινι Hom.; τοῦ δικαίου τὴν δόκησιν Plut.);
2 оспаривать, отстаивать (τι Hom.): ἄ. ψυχήν Hom. бороться за свою жизнь;
3 получать (μισθόν Plat., Arst.): ἄ. λώβαν Eur. мстить за обиду; μᾶλλον ἄ. Plat. предпочитать.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: win, gain (Il.).
Other forms: Aor. ἀρέσθαι
Compounds: From the expression μισθὸν ἄρνυσθαι was formed μισθαρνέω work, serve for hire (Hp.).
Derivatives: ἄρος n. benefit (A. Supp. 885, uncertain reading; H., Eust.).
Origin: IE [Indo-European] [61] *h₂er- win
Etymology: Old nasal present ἄρνυμαι < *h₂r-nu-, seen in Arm. arnum (aor. ari) take and Av. ǝrǝnav- grant. (Hitt. arnuzi move along belongs to ὄρνυμι).
Middle Liddell
[lengthd. form of αἴρομαι] [used only in pres. and imperf.]
to receive for oneself, reap, win, gain, earn, especially of honour or reward, Hom., Attic:—rarely in bad sense, ἀρνύμενος λώβαν, perhaps taking vengeance for my injuries, Eur.
Frisk Etymology German
ἄρνυμαι: {árnumai}
Forms: Aor. ἀρέσθαι
Grammar: v.
Meaning: erlangen, erwerben, gewinnen (vorw. poet. seit Il.).
Composita: Aus dem Ausdruck μισθὸν ἄρνυσθαι ist das Kompositum μισθαρνέω um Lohn dienen (ion. att.) erwachsen; das vermittelnde Nomen μίσθαρνος (μισθάρνης) ist tatsächlich bei Poll. 4, 48 und bei H. s. v. πελάται (bzw. Phot., H., Suid.) belegt, aber vielleicht trotzdem als postverbal zu betrachten.
Derivative: Verbalnomen ἄρος n. Nutzen (A. Supp. 885, Lesung zweifelhaft; H., Eust.).
Etymology: ἄρνυμαι ist ein altes schwachstufiges νυ-Präsens (s. Schwyzer 696), das in arm. aṙnum (Aor. aṙi) nehmen sein genaues Gegenstück hat und auch in aw. ərənav- gewähren, zuweisen, heth. arnuzi ‘hin-, herbringen’ vorliegen kann (falls nicht zu ὄρνυμι, aind. r̥ṇóti; s. die Lit. bei Friedrich Heth. Wb. s. v.).
Page 1,146
Mantoulidis Etymological
(=καρποῦμαι, κερδίζω). Ἀπό ρίζα αρ + πρόσφ. νυ → ἄρ-νυ-μαι. Ἐκτεταμένος τύπος τοῦ αἴρομαι.
Παράγωγα: μισθαρνῶ (=ἐργάζομαι μέ μισθό), μίσθαρνος (=μισθωτός ἐργάτης), μίσθαρνον ὄργανον (=αὐτός πού κάνει κάτι χάριν μισθοῦ ἀδιαφορώντας γιά τήν ἠθική βάση τῆς δουλειᾶς).