[Seite 1174] ιδος, ἡ, fem. zu ἠπειρώτης, w. m. s.
ιδος ; acc. ιν;adj. f.de la terre ferme, du continent : ἠπειρῶτις ξυμμαχία THC alliance continentale.Étymologie: fém. de ἠπειρώτης.
ἠπειρῶτις: ιδος f к ἠπειρώτης.