θεῖμεν

Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

for θείημεν, 1pl. aor. 2 opt. Act. of τίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

θεῖμεν: ἀντὶ θείημεν, α΄ πληθ. εὐκτ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ τοῦ τίθημι.

English (Autenrieth)

see τίθημι.

Greek Monotonic

θεῖμεν: αντί θείημεν, αʹ πληθ. ευκτ. Ενεργ. αορ. βʹ του τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θεῖμεν: (= θείημεν) 1 л. pl. aor. 2 opt. к τίθημι.